Η κυρία Φωτεινή

44 8 1
                                    

Όταν πέθανε η γιαγιά της Ευτυχίας, ήταν 71 ετών ενώ η Ευτυχία 12. Όσοι έχουν χάσει τους δικούς τους, κοντινούς, αγαπημένους ανθρώπους, σε μικρή ηλικία, συγκρίνουν τους εαυτούς τους, με όλους τους υπόλοιπους, δηλαδή με αυτούς που τους χάσανε τα κοντινά τους άτομα ενώ ήταν μεγάλοι ηλικιακά, τους είχαν δει να διαπρέπουν, να μεγαλουργούν, να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα, να πηγαίνουν δημοτικό και από εκεί γυμνάσιο, και από εκεί λύκειο και ίσως να έχουν περάσει σε κάποια σχολή που την είχαν στοχεύσει από πριν και την κοίταγαν με ζήλο, και ύστερα να τελειώνουν αυτή την σχολή, να βρίσκουν ένα συνοδοιπόρο και να τον γνωρίζουν στους αξιαγάπητους παππούδες και γιαγιάδες τους και αργότερα να βρίσκουν μια δουλειά την θα πασχίσουν να βρουν κάποια της αρεσκείας τους και μετέπειτα θα παντρευτούν, θα κάνουν ή θα υιοθετήσουν παιδιά ή θα υιοθετήσουν ένα σκυλάκι και θα του βρουν ένα χαριτωμένο όνομα για να τους κάνει παρέα, έτσι ώστε η οικογένεια να μεγαλώσει... Και φυσικά η γιαγιά θα έχει τον ρόλο του παρατηρητή, του πιστού αξιολάτρευτου παρατηρητή, θα ρωτάει συνεχώς αν θέλουν βοήθεια, αν είναι καλά και θα δείχνει ενδιαφέρον και πολύ πιθανόν να τους φτιάχνει που και που το αγαπημένο φαγητό τους. Το αγαπημένο φαγητό της Ευτυχίας ήταν το παστίτσιο, της γιαγιάς όμως. Και η σπανακόπιτα. Αφού πέθανε η γλυκιά Δήμητρα, η Ευτυχία δεν έβαλε στο στόμα της ξανά ούτε παστίτσιο, ούτε σπανακόπιτα. Γιατί γνώριζε καλά πως αν έτρωγε κάτι από αυτά, θα το σύγκρινε με της γιαγιάς. Η Ευτυχία ήταν η εγγονή της Δήμητρας και ο Γιώργος ήταν ο γιος της Δήμητρας. Πρέπει να είναι τρομερά δύσκολο να χάνεις την μαμά σου και τον μπαμπά σου. Τι κάνει άραγε ο μπαμπάς μου όταν του λείπουν; Λες να βλέπει οράματα με αυτούς; Αναρωτιόταν η Ευτυχία. Θα μπορούσε να κλαίει για ώρες ατελείωτες, από το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ ώσπου να την πάρει ο ύπνος και να την ταξιδέψει και να την ηρεμήσει, όπως την έπαιρνε όταν ήταν ακόμα στην αγκαλιά της γιαγιάς της, τα βράδια που κοιμόταν μαζί της, μυρίζοντας τα ανακατεμένα και μοσχομυρωδάτα αρώματα της γιαγιάς, των σεντονιών, του δωματίου κατ' επέκταση. Όπως και να έχει, οι αναμνήσεις είναι αυτές που μένουν στο τέλος, όπως και μια υποχρέωση που δεν είχε ολοκληρώσει ακόμα η Ευτυχία. Φυσικά και η εργασία, η έκθεση που τους είχε βάλει η κυρία Φωτεινή. "Μια έκθεση με αναμνήσεις του παρελθόντος, μπας και θυμηθείτε κάποιοι κάποιοι τίποτα" και κοίταξε την Ευτυχία και σχηματίστηκε ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπο της. Το ημερολόγιο ή ημερολογιάκι όπως πλέον όλοι το αποκαλούσαν ήταν το κατάλληλο βοήθημα για αυτή την εργασία. Έτσι, επέλεξε να αφήσει λίγες ημέρες στον εαυτό της η Ευτυχία για να ξεκουραστεί, να αποδεχτεί τον θάνατο της γιαγιάς της. Εξάλλου, όλοι χρειαζόμαστε χρόνο, πόσο μάλλον σε τέτοιες καταστάσεις. Έτσι, ένα Σάββατο πρωί, όταν επιτέλους τελείωσε το μάθημα των μαθηματικών στο φροντιστήριο και ένιωθε πως είχε γεμίσει τις μπαταρίες της, επέστρεψε σπίτι της, ετοίμασε ένα τοστ με τυρί (δεν της άρεσε η πάριζα ή η γαλοπούλα), έστυψε πορτοκάλια γιατί λάτρευε τον φυσικό χυμό και το έβαλε σε ένα παγουρίνο. Έβαλε μέσα στην τσάντα της το τοστ με το παγουρίνο, το ημερολόγιο που το είχε παρατημένο πάνω στο γραφείο τις τελευταίες 20 ημέρες και αυτό ανυπομονούσε σαν όλα τα άλλα βιβλία να το θυμηθεί και να το ανοίξει κάποιος, και το κινητό της το έβαλε στην τσέπη του τζιν της για να το έχει έτοιμο σε περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι. Κατηφόρισε το δρομάκι από το σπίτι της ενώ μύριζε τα λουλούδια που είχε το κάθε σπίτι στις βεράντες τους και παρατηρούσε από μακριά κάποιους ηλίανθους που ήταν σε ένα χωράφι. Της φάνηκε περίεργο και αισθητικά όμορφο γιατί το χωράφι ήταν άδειο και στη μέση ήταν αυτό το πανέμορφο, κίτρινο λουλούδι να ανθίζει.

Τελικά ευτύχησες ;Where stories live. Discover now