Η αρχή του τέλους

18 3 1
                                    

Τα ευτυχισμένα χρόνια πέρασαν, όπως περνάνε τα πάντα σε αυτή τη ζωή, κάθε λογής στιγμές: είτε λαμπρές τις οποίες θα τις αναπολείς στο μέλλον είτε στενόχωρες. Το πρόβλημα όμως προκύπτει όταν εμείς σπρώχνουμε με όλη μας τη δύναμή τα χρόνια να περάσουν και δεν τρέχουμε όταν τα χρόνια είναι οι πιστοί κυνηγοί μας. Εκείνα τα τρία εφηβικά της χρόνια η Ευτυχία ήταν θεατής της ζωής της, ήταν συλλέκτης τραυμάτων που κάποιοι τα προσπερνούσαν καθώς δεν τα θεωρούσαν τροχοπέδη των ζώων τους. Για αυτήν, όμως, πρόβλημα δεν ήταν ο άσχημος εθισμός της όταν πονούσε ψυχικά, ούτε ο αμυδρός πόνος του σώματος, ούτε αν ήταν αρεστή στον εαυτό της, αλλά το να ξυπνάει κάθε μέρα δίχως να έχει ένα όνειρο να βασιλεύει στο μυαλό της, ώστε να λειτουργεί ως κίνητρο για να ξυπνήσει, να ζήσει. Οι πιο εύκολες συνήθειες πλέον έμοιαζαν ακατόρθωτες ενώ ζούσε χάνοντας ενέργεια, λες και είχε γεννηθεί από ενέργεια. Η διαδικασία της θεραπείας των τραυμάτων είναι χρονοβόρα και επίπονη, ειδικότερα όταν χρειάζεται να την αντιμετώπισεις μόνος σου. Αρκετές φορές μοιάζει ατελέσφορη και ανόητη. Τα τρία χρόνια του Γυμνασίου τελείωσαν αρκετά ένδοξα, καθώς κάθε τέλος ισοδυναμεί με μια αρχή. Εκείνο το καλοκαίρι που μόλις είχε ξεκινήσει σήμανε η ώρα για γαλήνιες στιγμές, και πράγματι έτσι ήταν. Ήδη, μετά το τέλος του αποχαιρετιστήριου πάρτυ της τάξης που φοιτούσε και ετοιμαζόταν για το Λύκειο, οι γονείς της Ευτυχίας, είχαν ήδη ετοιμάσει τα εντελώς απαραίτητα μέσα σε μια βαλίτσα για να περάσει το καλοκαίρι στο μικρό νησί όπου ακόμα έμενε ο παππούς της, στην Ύδρα. Γύρισε σπίτι της και πήρε το μέλλον της σε μια βαλίτσα και έσπευσε στο αυτοκίνητο για να πάρει μόνο το πλοίο της γραμμής. Δεν ήταν ενθουσιασμένη γιατί θα είχε την ευκαιρία να ήταν μόνη της αλλά επειδή θα μπορουσε να γνωρίσει τον εαυτό της, να αποχαιρετήσει αφού θεραπεύσει όλες τις πληγές της. Ο παππούς της, ο Μάριος, ζούσε σε ένα μικρό, άσπρο σπιτάκι, που έμοιαζε σαν όλα τα άλλα. Ξεχώριζε όμως ο ίδιος γιατί ήταν ήσυχος και καλόψυχος. Είχε απομείνει μόνος μετά το θάνατο της γυναίκας του την οποία την λάτρευε και την πρόσεχε λες και ήταν από χρυσό. Μάλιστα, στο άκουσμα του ονόματος του παππού της, η Ευτυχία σχημάτιζε την εικόνα όπου κάθε Κυριακή ο παππούς της χτένιζε τα μαλλιά της γιαγιάς της. Ο παππούς καλοδέχτηκε την Ευτυχία και την βοήθησε να τακτοποιήσει τα πράγματα της στο δωμάτιο που είχε ετοιμάσει εδώ και ώρες για αυτή και μάλιστα είχε το αγαπημένο της χρώμα, το κίτρινο. Το δωμάτιο της, στο πατρικό της, ήταν μουντό, τρομακτικό και θλιβερό, μαύρο. Τι σκέψεις θα μπορούσε να κάνει σε ένα δωμάτιο σαν αυτό; Μαζί της είχε πάρει πολλά βιβλία και αρκετά τετράδια. Αυτός θα ήταν ο τρόπος θεραπείας της. Τα λογοτεχνικά βιβλία που σχηματίζουν νέους κόσμους και τετράδια για να οργανώσει το παρελθόν της. Εκεί θα κατέγραφε ακόμη κάθε στιγμή της προηγούμενης ζωής της που την στιγμάτισε και κάθε μύχια σκέψη της παρόλο που είχε κενά μνήμης. Τότε, έβγαλε από την βαλίτσα τα τετράδια της και πήγε στο τραπέζι που την περίμενε ο παππούς της καθισμένος και μάλιστα της είχε ετοιμάσει το αγαπημένο της φαγητό, καθώς ήταν αργά το μεσημέρι.
"Μεγάλωσες." της είπε καμαρώνοντας
"Και εσυ παππού"
"Αυτό για καλό μου το λες;"
"Μπορώ και διαφορετικά;"
"Γιατί είσαι εδώ;"
"Δεν με θες" ένιωσε άβολα και σταύρωσε τα χέρια της.
"Δεν θα το έλεγα ποτέ αυτό, ξέρεις. "
Η Ευτυχία και άλλαξε αρκετά χρώματα στο πρόσωπό της τόσο γρήγορα που κανένας δεν το πήρε χαμπάρι.
"Ξέρεις πότε πρωτοήρθα σε αυτό το μέρος;"
"Όχι. Φαντάζομαι όταν παντρεύτηκες;"
"Ήρθα στην ηλικία σου και παντρεύτηκα την γιαγιά σου μετά από λίγα χρόνια εδώ"
"Δεν το ήξερα. "
"Αυτό το μέρος είναι υπέροχο και χαοτικό ταυτόχρονα, ειδικά όταν ζεις μόνος τους χειμώνες. "
"Γιατί ποτέ δεν ήθελες να μείνεις μαζί μας;"
"Που; Στην πόλη;" απόρησε, γελώντας ειρωνικά ο παππούς.
"Ξέρεις, κοπέλα μου, η εύκολη λύση δεν είναι πάντα η κατάλληλη. Βρήκες εσυ την ευτυχία; Γιατί εγώ δεν την βρήκα σε καμία πόλη. Την ευτυχία δεν την βρίσκεις σε μέρη, ανθρώπους, σε φωτογραφίες και φήμες, αλλά βαθιά μέσα σου αν αναστοχαστείς αν κάνεις ενδοσκόπηση ψυχής. Μόνο όταν κατανοήσεις τι θέλεις, τι δεν μπορείς και τα πράξεις... Τότε, θα βρεις την ευτυχία. "
Η Ευτυχία πλέον έτρωγε μακαρόνια με σάλτσα και τα είχε κάνει πεντανόστιμα ο παππούς της και δεν δίστασε να λερωθεί με την σάλτσα σαν μικρό και ανέμελο παιδάκι, ξανά. Όσο έτρωγε, ο παππούς σιγοτραγουδούσε ξανά και μιας και ήταν καλά στην υγεία του έκανε δουλειές του σπιτιού. Ενώ περνούσε η ώρα έριχνε κλέφτες ματιές στην εγγονή του, η οποία πλέον είχε ξαπλώσει σχεδόν στην καρέκλα και κοιτούσε με σταυρωμένα χέρια το πάτιο της αποχαυνωμένη. Έμοιαζε λες και έκανε μαθηματικές πράξεις στο μυαλό της, ενώ στην πραγματικότητα μόλις είχε συνειδητοποιήσει ότι έφαγε ένα γεύμα μετά από αρκετές ημέρες που παρέλειπε όλα τα γεύματα. Αυτό το έκανε αρκετούς μήνες, με αποτέλεσμα μυϊκή μάζα και την ισορροπία της κάθε φορά που σηκωνόταν από κάπου.
Σηκώθηκε, άρπαξε τα τετράδια της, πήρε μια παλιά φωτογραφική μηχανή του παππού της που την είχε σταμπάρει από πριν και φώναξε καθώς έκλεινε με ορμή την ξύλινη εξώπορτα στον παππού της.
"Πάω να εξερευνήσω"
Τα χέρια ήταν γεμάτα από ένα τετράδιο, ένα στυλό, και μια φωτογραφική μηχανή που την έλεγχε συνεχώς για να μην την σπάσει. Φορούσε κόκκινες σαγιονάρες του παππού της γιατί ήταν τα πρώτα παπούτσια που βρήκε μπροστά της, παρόλο που ήταν τουλάχιστον τέσσερα νούμερα μεγαλύτερο από το δικό της και ένα ρίχτο φόρεμα που έμοιαζε παλιακό , αλλά αυτό ήταν το νέο στυλ της Ευτυχίας. Πάντα πίστευε πως οι προηγούμενες δεκαετίες ήταν πιο ήσυχες, ευχάριστες και αθώες. Ίσως αν ζουσε σε μια από αυτές να περνούσε και να μεγάλωνε φυσιολογικά, χωρίς έγνοιες, προβλήματα και απομόνωση. Περπατούσε σαν τον παπουτσωμένο γάτο και προσπαθούσε να βάλει μπροστά από το πρόσωπο της τα χέρια της για να μην την τυφλώσουν οι ακτίνες του ήλιου. Περνούσε τον ένα δρόμο μετά τον άλλο δίχως να ξέρει που κατευθύνεται, ποιος είναι ο προορισμός της. Σκόπευε, να βρει ένα μέρος με θάλασσα, να κάτσει, και να γράψει και να ηρεμήσει το μέσα της δίχως να την ενδιαφέρει ο δρόμος της επιστροφής. Προχωρώντας κάποια λεπτά ακόμα, βρήκε το φόβο της αποτυπωμένο σε ένα μέρος. Σε ένα άνοιγμα, με ανοιχτά σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε βράχους και από εκεί μπορούσες να δεις όλο το νησί, όλη την απέραντη θάλασσα, το μέλλον της.
Έκατσε βιαστικά, έβγαλε γρήγορα μια φωτογραφία το μέρος το οποίο θα το θυμόταν για το υπόλοιπο της ζωής της και την ακούμπησε δίπλα της γιατί δεν είχε πάρει μαζί της κάποια τσάντα. Άνοιξε το τετράδιο της, μια νέα σελίδα, μια νέα αρχή στη ζωή της και άρχισε να γράφει:

"Πόνος είναι η λέξη που χαρακτηρίζει τον εαυτό μου και πόνος είναι η λέξη που χαρακτηρίζει τη ζωή μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ και αρνούμαι να θυμηθώ τι μου έχει συμβεί, τι μου έχουν κάνει οι άνθρωποι. Εξάλλου, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει τι έχω κάνει εγώ στον εαυτό μου. Τόλμησα να πληγώσω τον εαυτό μου, όπως πολύ καλά γνωρίζουν να κάνουν οι άλλοι. Μα, αν δεν προστατέψω τον εαυτό μου, ποιος θα είναι ο προστάτης μου; Είναι καθήκον μου να το κάνω. Σήμερα έφαγα τα πεντανόστιμα μακαρόνια του παππού μου, μετά από τρεις μέρες. Αυτό ήταν κάτι πολύ απλό και σπουδαίο για εμένα. Οι πληγές επουλώθηκαν πάνω στο σώμα μου και οι τρομακτικές μου σκέψεις εξαφανίζονται. Όλες αυτές οι αναμνήσεις όμως με στιγμάτισαν, και βοήθησαν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Μερικές φορές ακόμα με βαραίνουν και άλλες. Νομίζω ότι θα χάσω το μυαλό μου. Το μεγάλο μου δάχτυλο είναι ακόμα μεγαλύτερο και δυνατότερο από το μικρό. Και εγώ είμαι εξίσου δυνατή! Μπορεί να είναι κατόρθωμα να αγαπήσει κάποιος ξανά τον εαυτό του. Και εγώ όμως είμαι μαχήτρια της ζωής μου η οποία όμως έμοιαζε με πάλη. Το όμορφο και το σπουδαίο εν τέλει είναι να αποτρέψεις τις δυσκολίες και τους δαίμονες των άλλων. Αυτό θα είναι το όνειρο της ζωής μου, να την ωραιοποιώ μέχρι το τέλος της. Αν τα προβλήματα είναι εμπόδια, εγώ θα πατήσω πάνω τους και θα ψηλώσω, γιατί αυτή θα είναι η αρχή του τέλους. Η αρχή της θεραπείας μου, η δικιά μου αρχή.
Τα συναισθήματα γίνανε αέρας και η Ευτυχία δυνατό πουλί και πέταξε μακριά από αυτή τη ζωή, από αυτό το χάος. Νίκησε το παιχνίδι των δαχτύλων, νίκησε εκείνη την ΖΩΗ. Μπορώ να διακρίνω κάτι; Έρεβος, παγωνιά, και μοναξιά. Αν κάνεις αυτή τη διαδρομή ως παιδί, οι πατημασιές μένουν για πάντα στην ζωή σου σαν ανοιχτές πληγές. Ακόμα και αν η επιστροφή σε βγάλει σε τοπίο ανθηρό.

Τελικά ευτύχησες ;Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang