κεφάλαιο δεύτερο

358 5 0
                                    

Λούσι -η συγκάτοικος που της αρέσει να ακούει τον εαυτό H της να τραγουδάει- τρέχει μέσα στο σαλόνι και μαζεύει τα κλειδιά, τα παπούτσια της κι ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Κάθομαι στον καναπέ και ανοίγω κουτιά από παπούτσια στα οποία έχω φυλάξει παλιά πράγματα, από τότε που ζούσα στο πατρικό μου, Τα πήρα την περασμένη εβδομάδα που πήγα για την κηδεία του πατέρα μου.

«Δουλεύεις σήμερα;» ρωτάει η Λούσι.

«Όχι, έχω άδεια λόγω της κηδείας μέχρι τη Δευτέρα». Σταματάει απότομα. «Τη Δευτέρα;» λέει ειρωνικά. «Τυχερό κάθαρμα».

«Ναι, Λούσι. Είμαι πολύ τυχερή που πέθανε πατέρας μου». Ο τόνος μου είναι σαρκαστικός, αλλά μορφάζω όταν συνειδητο ποιώ ότι στην πραγματικότητα δεν το λέω ειρωνικά.

«Ξέρεις τι εννοώ», μουρμουρίζει. Αρπάζει την τσάντα της ενώ ισορροπεί στο ένα πόδι για να φορέσει το παπούτσι της. «Δεν θα γυρίσω απόψε. Θα μείνω στου Άλεξ». Η πόρτα κλείνει με θόρυβο πίσω της.

Φαίνεται να έχουμε πολλά κοινά, αλλά στην πραγματικότητα, πέρα από το ότι φοράμε το ίδιο νούμερο ρούχα, έχουμε την ίδια ηλικία και τα ονόματά μας αρχίζουν από λάμδα και τελειώνουν
σε ιώτα, δεν μας συνδέει τίποτε άλλο ώστε να είμαστε κάτι πε- ρισσότερο από συγκάτοικοι. Δεν με πειράζει όμως. Το ότι τρα- γουδάει ασταμάτητα είναι το μοναδικό της μειονέκτημα. Είναι καθαρή και λείπει πολύ, δύο πολύ σημαντικά στοιχεία για μια συγκάτοικο.

Την ώρα που ανοίγω ένα από τα κουτιά χτυπάει το τηλέφωνό μου. Τεντώνομαι και το πιάνω. Όταν βλέπω ότι είναι η μητέρα μου, χώνω το πρόσωπό μου σε ένα από τα μαξιλαράκια του και ναπέ και κάνω ότι κλαίω. Φέρνω το τηλέφωνο στο αφτί μου. «Εμπρός;»

Ακολουθούν τρία δευτερόλεπτα σιωπής και μετά: «Γεια σου, Λίλι». Αναστενάζω και ανακάθομαι. «Γεια σου, μαμά». Εκπλήσσο-

μαι που μου μιλάει. Έχει περάσει μόνο μια μέρα από την κηδεία,

δηλαδή 364 μέρες νωρίτερα από ό,τι περίμενα να έχω νέα της.

«Πώς είσαι;» ρωτάω.

Αναστενάζει δραματικά. «Καλά», λέει. «Η θεία και ο θείος σου επέστρεψαν στη Νεμπράσκα σήμερα το πρωί. Θα είναι η πρώτη νύχτα που θα περάσω μόνη μου από τότε που...»

«Θα είσαι μια χαρά, μαμά», λέω προσπαθώντας να ακουστώ σίγουρη.

Ακολουθεί μια παρατεταμένη σιωπή και μετά λέει: «Λίλι, ήθελα να σου πω ότι δεν πρέπει να νιώθεις άσχημα γι' αυτό που συνέβη χτες».

It ends with us (greek)Where stories live. Discover now