Η μετακόμιση

7 2 0
                                    

ΔΕΎΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΧΕΙΜΩΝΑΣ


Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Δεν χωρίζουν οι καρδιές,
δεν ξεχνιούνται οι στιγμές,
δεν σβήνει έτσι μια ζωή που περάσαμε μαζί.
Θα είναι ψέμα αν σου πω,
ότι πια δεν σ'αγαπώ,
θα ζεις στο αίμα μου, αρχή κι τέρμα μου.

Έχει περάσει ένας μήνας από τότε που τα κορίτσια έφυγαν από την Λάρισα. Όλο αυτό το διάστημα ο Μάνος είχε την καλή πρόθεση να τις φιλοξενήσει στο σπίτι του, διότι δεν είχαν έπιπλα ακόμα τα δικά κι χρειαζόταν να βρουν τα πατήματα τους στη πόλη. Ο Μάνος είχε ένα μικρό διαμέρισμα, σχετικά κοντά στο κέντρο, με ένα δωμάτιο κι ένα μεγάλο χώρο σαλόνι-κουζίνα. Το πιο ωραίο που είχε ήταν το μπαλκόνι του, του είχε μεγάλη αδυναμία κι ας μην είχε θέα. Η Λιζα κοιμόταν όλο τον μήνα στον καναπέ κι τα παιδιά κοιμόντουσαν στο κρεβάτι, είχαν περάσει ένα μήνα μαζί κι ήταν τόσο ευτυχισμένοι (ο κλασικός μήνας του μέλιτος για τα νέα ζευγάρια). Αυτή που είχε ρίξει μαύρα πανιά ήταν η Λιζα, της έλειπε εκείνος κι ήταν εμφανές. Φαινόταν στα θολά της μάτια, στο συννεφιασμένο πρόσωπο κι το ανέκφραστο βλέμμα της. Ακόμα κι οι κινήσεις του σώματος της έδειχναν πως της λείπει. Το σώμα της κάθε μέρα γινόταν κι πιο βαρύ από το φορτίο των σκέψεων της.

Η Λιζα ήταν ξαπλωμένη στον μεγάλο γωνιακό καναπέ του σπιτιού, κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Ήταν λίγη ώρα μετά τα ξημερώματα, η αγαπημένη της ώρα. Σηκώθηκε με μια κίνηση από τον καναπέ και περπάτησε στις μύτες των ποδιών της για να κάνει όσο πιο σιγά μπορούσε, δεν ήθελε να ξυπνήσει τα παιδιά, αμέσως  κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, η οποία ήταν ακριβώς απέναντι από τον καναπέ. Φορούσε ένα μικρό, γαλάζιο, σατέν νυχτικό κι τα πόδια της ήταν γυμνά. Έφτιαξε γρήγορα ένα νες καφέ από την καφετέρια του σπιτιού, ο αγαπημένος της. Πήρε μια ζακέτα που είχε κρεμασμένη στον καλόγερο, γιατι συνήθως τέτοιες ώρες υπήρχε μια ψύχρα στην ατμόσφαιρα, και ύστερα  πήρε το κινητό με τα ακουστικά της. Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο βγήκε στον μπαλκόνι με την φορεμένη ζακέτα κι το ζεστό καφέ, που τώρα έβαζε μικρούς καπνούς,  στα χέρια. Είχε τόσο δίκιο για την ψύχρα που επικρατούσε στην ατμόσφαιρα, μα μεγαλύτερη από εκείνη που επικρατούσε στη καρδιά της δεν θα μπορούσε να ήταν.  Άφησε για μια στιγμή το καφέ στο τραπεζάκι που είχε έξω, για να βάλει τα ακουστικά της κι να χώσει το κινητό στην τσέπη της. Μόλις έκανε αυτό, κράτησε το καφέ κι στάθηκε στα κάγκελα του μπαλκονιού. Ήταν ένα ήρεμο πρωινό, έβλεπε από μακριά της πολυκατοικίες κι χάζευε με ηρεμία τα διαμερίσματα. Μερικά δεν είχαν φως στο σπίτι τους, άλλοι έδειχνε να έτρεχαν για να προλάβουν. Σε γενικές γραμμές το μόνο που ακούγονταν ήταν τα πουλιά, ήταν κι όλας 6μιση το πρωί. Έβαλε τα ακουστικά σε λειτουργία κι βρήκε ένα τραγούδι ξεχασμένο στο κινητό της που ταιριάζει με την κατάσταση της «Δεν χωρίζουν οι καρδιές- Κωνσταντίνος άργυρος», αφέθηκε στους στίχους κι μόνο η μορφή του ήρθε στο μυαλό της. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια κι χάθηκε στο τραγούδι, λες κι έπαιρνε δύναμη από την θλίψη της. «...Δεν ξεχνιούνται οι στιγμές. Δεν σβήνει έτσι μια ζωή....» είπε σιγανά με μια ραγισμένη καρδιά. Η απόφαση που πήραν μαζί ένα μήνα πριν, την έχει μετανιώσει όσο τίποτα. Μακάρι να ήξερα τι κάνει τώρα, αν έχει φάει καλά, αν κοιμάται σωστά... Πως είσαι χωρίς εμένα αγάπη μου; γιατί εγώ κάθε μέρα μακριά σου χάνω ένα χρόνο ζωής... οι αφηρημένες σκέψεις της είχαν τον Νίκο στο κέντρο. Από τη στιγμή που οι δυο τους χώρισαν, τον είχε διαγράψει από οποιοδήποτε εφαρμογή κι είχε απομακρύνει τα πάντα που τον θύμιζαν. Πιστευτέ πως το εκανε για το καλό της, όμως το βάρος της επιλογή της είχε αρχίσει να την βαραίνει κι την ίδιος.

Καλοκαιρινό ΜυστικόWhere stories live. Discover now