Καλοκαιρινοί φίλοι

60 7 3
                                    

2 χρόνια μετά

Παρασκευή 01 Ιουλίου 2016

Η ζέστη που επικρατούσε στην ατμόσφαιρα ήταν αφόρητη. Όμως, βρισκόμαστε στη καρδιά του καλοκαιριού είναι φυσιολογικά αυτά τα επίπεδα ζέστης. Το αυτοκίνητο κινείται με αρκετά γρήγορη ταχύτητα, ενώ, από το ανοιχτό παράθυρο ερχόταν ένα κρύο αεράκι. Η Λίζα έβαζε το χέρι της έξω για να νιώθει τον αέρα, ανυπομονεί να φτάσει στο εξοχικό της κολλητής της. Τα δύο κορίτσια είχαν πρόσφατα ολοκληρώσει τις εξετάσεις τους για να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο κι θεωρούσαν πως έχουν πάει καλά. Το διάβασμα, το άγχος κι η εξέταση τελείωσε. Τώρα πρέπει να απολαύσουν το καλοκαίρι της όπως θέλουν. Η Λίζα δεν είχε κανένα σκοπό να έρθει στο εξοχικό της κολλητής της, όλα έγιναν εξαιτίας τις μηχανορραφίες της μητέρας της Λίζας. Η κοπέλα πίστευε μέχρι πριν λίγο πως θα πάνε διακοπές σε ένα νησί κι τελικά όσο η Βάλια οδηγούσε το αυτοκίνητό, της αποκάλυψε πως θα μείνουν για εναν μήνα στο εξοχικό τους. Η Λίζα απέφευγε εδώ κι δύο χρόνια να επισκευτεί το σπίτι της Βάλιας ή το εξοχικό της, ούτε επέτρεπε στη μαμά της να τρώνε όλοι μαζί όπως παλιά. Φέτος είχε την δικαιολογία πως ήθελε να διαβάσει καλά για τις εξετάσεις της, που ήταν μισή αλήθεια. Το κυριότερο ήταν πως ήθελε να αποφύγει εκείνον, τον Νίκο. Αυτός είχε πεθάνει μέσα της.

Η Βάλια έστριψε προς τα αριστερά και το αυτοκίνητο προχώρησε σε μια τεράστια ευθεία. Εκεί μπορούσες από τα δεξιά να κοιτάζεις την θάλασσα που ξεπρόβαλε δειλά δειλά και διάφορα άτομα που είχαν πάει για μπάνιο εκείνη την στιγμή. Από τα αριστερά φαινόταν το πράσινο, διάφοροι δρόμοι που σε πήγαιναν πιο μέσα κι διαφορά σπιτάκια που ξεπροβάλλουν δίπλα στο δρόμο.

«Βάλια, ποτέ φτάνουμε;» σε κάθε εκδρομή έβρισκε τρόπο να γκρινιάζει για το φαγητό, η Βάλια χαιρόταν τόσο που επιτέλους θα περνούσε το καλοκαίρι με τη κολλητή της που δεν την ένοιαζε η γκρίνια της.

«Αμάν βρε Λίζα, μ'έχεις ζαλίσει το ξέρεις;» προσπάθησε να τη πειράξει για να ηρεμήσει

«Θέλω απλά να φτάσουμε» σταύρωσε τα χέρια της για να της δείξει πως θύμωσε μαζί της σαν να ήταν ένα μικρό παιδάκι που δεν της έδωσαν το παιχνίδι της

«Φτάσαμε σχεδόν» της χαμογέλασε παιχνιδιάρικα
«Αλήθεια ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί τόσο καιρό δεν ερχόσουν να μείνεις στο σπίτι μου;» την ρώτησε για εκατοστή φορά αυτόν τον χρόνο, πάντα η ίδια ερώτηση πάντα η ίδια απάντηση. Μάλλον η ψεύτικη απάντηση, γιατί η αλήθεια ήταν κρυφή.

Καλοκαιρινό ΜυστικόDonde viven las historias. Descúbrelo ahora