Κεφάλαιο 4°

301 45 64
                                    

Τίποτα δε γλιτώνει από την οργή όταν αυτή προέρχεται από αγάπη...

Σάλεμ, 1677

Η ακοή της ήταν ακόμα η δυνατή της αίσθηση και μόλις άκουσε βήματα να πλησιάζουν στο πέτρινο μονοπάτι, τραβήχτηκε ολόκληρη σε μια γωνιά και στυλωσε το βλέμμα στην ασημένια πόρτα. Πλέον ήξεραν αρκετά καλά πως το ασήμι είναι εχθρός των Λωρ και μέσα σε εκείνα τα κελιά, κυριαρχούσε σχεδόν ολόγυρα.
Για μια στιγμή μετάνιωσε χίλιες φορές που αποφάσισε τελικά να τρέξει εκείνο το πρωινό. Ένα πρωινό που κρυφακουσε όσα δεν έπρεπε να ακούσει και έκαναν πέτρα τη καρδιά της σαν εκείνους τους τοίχους που την έκλειναν μέσα τους πια.

Ήταν φτωχή και το ήξερε. Όπως ακριβώς ήξερε και ότι η σχέση της ήταν καταδικασμένη. Παρόλα αυτά όμως εκείνος τη γέμισε με ελπίδες που πια έγιναν στάχτη. Κανένας δε γλίτωνε και κανέναν δεν είδαν ποτέ να επιστρέφει από εκείνα τα μέρη. Αυτό που δεν καταλάβαινε όμως, ήταν γιατί έπιασαν μόνο γυναίκες και μάλιστα όλες λυκαινες...

Η πόρτα έβγαλε έναν ανατριχιαστικό συρτό ήχο καθώς ήρθε σε επαφή με το πέτρινο πάτωμα και εκείνη κυρτωσε επιθετικά προς τα μπροστά, έβγαλε τα νύχια της και ανασηκωσε τους κυνόδοντες της. Δε θα έπεφτε αμαχητί και σίγουρα δεν εμπιστευόταν κανένα από το συνάφι τους.

Μύριζαν όλοι αίμα...
Θάνατο...
Όντα δίχως ζωή, απεθαντα και καταραμένα να ζουν σαν παράσιτα από τη ζωή των άλλων. Έτσι τους έβλεπε και αυτό ήταν κάτι που δε θα άλλαζε ποτέ.

"Δεν ήρθα για να σε βλάψω..." Ο άντρας ήταν ακόμα κρυμμένος στις σκιές και προς μεγάλη της έκπληξη μόνος. Συνήθως έμπαιναν στα κελιά τρεις τρεις για να αποφευχθεί κάποια αιματηρή μάχη μα αυτός που έστεκε μπρος στα μάτια της ήταν μόνος. Δεν τον έβλεπε αλλά τον μύριζε αρκετά καλά για να καταλάβει πως ήταν νέος. Είχαν μια ιδιαίτερη οσμή τα γέρικα Σαχίρ και τους ξεχώριζε στο πληθος. Το Σάλεμ άλλωστε έγινε η καλύτερη πηγή τροφής τους. Δεκάδες μαγισσες καίγονταν στη πυρά για τα μάτια του κόσμου και εκείνοι έβρισκαν αφορμή για να ξεκανουν κόσμο δίχως να τους πάρουν χαμπάρι. Μάγισσες που υποτίθεται δε της έβλεπε το φως του ήλιου και εκείνοι τις έκλειναν στα μπουντρούμια και τις έκαναν τροφή. Κανένας δεν ενδιαφέρονταν και κανένας δεν έκανε ερωτήσεις .

Ο άντρας έκανε ένα βήμα και μόλις φάνηκε η μπότα του στο φως της δάδας που έκαιγε στο τοίχο, εκείνη έβγαλε ένα γρύλισμα.

The Protector: Φαντασίας- Επιλογών Where stories live. Discover now