Όταν η μοίρα γράφεται

665 17 2
                                    


Για άλλη μια φορά ο Αντρέι βρισκόταν στο πάτωμα μπροστά από το κρεβάτι του, με το μπουκάλι βότκας να του κρατάει συντροφιά. Μα τούτη τη φορά άλλη γυναίκα ήταν η αιτία. Και βασάνιζε το νου του. Έφερε ξανά στο μυαλό του το μελαγχολικό της πρόσωπο, τις καστανόξανθες της μπούκλες να ξεπροβάλουν απ’ το λευκό νυφικό της πέπλο. Μα έβρισκε τον εαυτό του να νιώθει ενοχές, γιατί η μέρα την οποία η ομορφιά της έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει περισσότερο, ήταν μαλλον η χειρότερη της.

Αναρρωτιόταν πως να είναι. Τι να κάνει. Πώς κοιμάται, τι τρώει. Τρώει;

Αλλά πως να ‘ναι η έρμη μετά από την κατάληξη της καταραμένης εκείνης μέρας. Μακάρι να την είχε βοηθήσει. Όταν της προσέφερε τη βοήθεια του, αυθόρμητα, σχεδόν παρορμητικά, τα μάτια του πάντα συγκροτημένου Αντρέι έλαμψαν. Ήταν μοναχά μια φιλική χειρονομία ευγένειας ; Μόνο ένα πράγμα ήξερε σίγουρα, μα δεν τολμούσε να το παραδεχτεί ούτε στον ίδιο τον εαυτό του. Και επειδή εκείνος δεν πρόκειται να πει το μυστικό του, θα σας το πω εγώ. Την ερωτευόταν.

Δεν βασάνισε τη σκέψη του άλλο με
δ’ αυτο. Ήθελε μόνο να τη δει ξανά. Ξέπλυνε μια τελευταία φορά τα σωθικά του με το πιοτό πριν σηκωθεί πάλι στα πόδια του και βγει από τον οντά του, να διασχίσει τους διαδρόμους ώσπου να βρεθεί έξω από την πόρτα του δικού της. Δεν είχε προετοιμαστεί, δεν γνώριζε τι θα ‘λεγε. Και η νύχτα είχε πέσει για τα καλά όταν στάθηκε έξω από την πόρτα της και χτύπησε.

Εκείνη δεν άργησε να ανοίξει. Σάστισε μόλις τον είδε αλλά κατάφερε ένα αχνό, ξαφνιασμένο χαμόγελο. “Αντρέι..Τι γυρεύεις στον οντά μου τέτοια ώρα;” απόρρησε η κοπέλα μα δεν έκρυψε την ανακούφιση της που ήταν εκείνος.

Αποφάσισε να πει την αλήθεια, δεν του έμενε πια τίποτα άλλο.
“Με συγχωρείς για το θάρρος μου...Θεοφανώ” παρατήρησε τα κουρασμένα μάτια της, Στα μάτια τούτα αντίκρυσε δάκρυα να τρέχουν μέρες πριν, και κρίνοντας από την όψη τους, δάκρυα στόλιζαν τα μάγουλα της και όλες τις επόμενες.
“Δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω το κουρασμένο βλέμμα σου σήμερα στην αυλή. Θέλησα να σε δω. Να μάθω πως είσαι.”

Η Θεοφανώ έσκυψε το κεφάλι της.
“Πέρασε μέσα Αντρέι” εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω του και έπειτα κάθισε στο κρεβάτι της. Εκείνος την ακολούθησε και κάθισε δίπλα της. Μονάχη η παρουσία του έκανε το χρόνο να κυλήσει λιγότερο μαρτυρικά.
“Είσαι καλά;” την ρώτησε.
“Είμαι όσο καλά μπορεί να ‘ναι μια γυναίκα κλειδωμένη σε τέσσερις τοίχους, που η μοίρα της αποφασίστηκε από έναν άνθρωπο, του οποίου η αγάπη μόνο στα λόγια φαίνεται.” Η φωνή της σχεδόν έσπαγε και τα λόγια της εκρυβαν μίσος και πικρία. Ένιωθε προδομένη.

“Με συγχωρείς για την ανόητη ερώτηση. Εγώ…” δε βρήκε τις κατάλληλες λέξεις. Τα χείλη του έμειναν μισάνοιχτα και το κεφάλι του στραμμένο στο πάτωμα. “Δε χρειάζεται να απολογείσαι, Αντρέι. Ήταν δικό μου το λάθος που πίστεψα σ’ αυτή την αγάπη. Που νόμιζα ότι θα μείνει για παντα όσο αθώα ήταν κάποτε. Τώρα πια έχει στερέψει.” ο τόνος της φωνής της πιο σίγουρος από πριν. Ο Μάρκος δεν την υπολόγισε. Δεν τη σεβάστηκε. Την εξεφτέλισε.

Ο Αντρέι επέλεξε να μην πει κάτι. Αποφάσισε να είναι σιωπηλός ακροατής, να την αφήσει να ξεσπάσει.
“Υποθέτω πως οι άνθρωποι αλλάζουν. Και στην περίπτωση του Μάρκου, δεν έγινε ένας άνθρωπος που θέλω πια να αγαπώ.” βρήκε τη δύναμη επιτέλους να το ξεστομίσει. “Καταλαβαίνω... Υπάρχει ακόμα τρόπος να γλιτώσεις, Θεοφανώ.” της είπε σχεδόν ψιθυριστά, ενώ το βλέμμα του συνάντησε νωχελικά, συνωμοτικά το δικό της. Ο μόνος τρόπος να την παρηγορήσει και να την πείσει ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα για κείνη. “Αυτή είναι η μοίρα μου Αντρέι…” του αποκρίθηκε με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο ηττημένου.  “Θα είμαι πάντα σύμμαχος σου, Θεοφανώ. Όποτε και αν με χρειαστείς.” είπε σε κείνη σιγανά.

“Σ’ ευχαριστώ” του πρόσφερε ακόμα ένα χαμόγελο, καθαρό και αληθινό.

Ποτέ δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο την κάνει να χαμογελάει. Φώλιασε ξανά η γαλήνη στην καρδιά της με αυτή τη σκέψη. Ο Αντρέι έγειρε κοντά στο πρόσωπό της και χάρισε ένα φιλί πλάι στα παραπονεμένα χείλη της. Χείλη που ‘χαν καιρό να νιώσουν του έρωτα τη ζεστασιά. Και τα φιλιά του παιδικού της έρωτα πια έμοιαζαν πια μ' αγκάθια.

Έπειτα της ψιθύρισε “Καληνύχτα” μα το αθώο αυτό φιλί έκανε την καρδια του να σκιρτήσει πάλι για την κοπέλα. Πέρασε έξω από την πόρτα της βιαστικά, προτού παραφερθεί παραπάνω. Και κείνη κλεισμένη στον οντά της, άγγιξε το σημείο που ‘χε ζεστάνει ο ξένος.

Η μοίρα της είχε πια γραφτεί.

Μάγισσα (μου)Where stories live. Discover now