Ο Αντρέι κοντοστάθηκε μπροστά από τον οντά της Θεοφανώς. Βρισκόταν ένα βήμα πριν χτυπήσει την πόρτα μ’ ένα γράμμα και ένα κόκκινο κυκλάμινο στο χέρι. Όλη τη μέρα σκεφτόταν πως να επανορθώσει για τις πράξεις του. Είχε φερθεί με αναίδεια στην κοπέλα, και αυτό δεν της άξιζε ο,τι και αν είχε κάνει. Θέλησε να διορθώσει την κατάσταση μεταξύ τους, επομένως ξόδεψε όλο του το πρωινό γράφοντας και τσαλακώνοντας κομμάτια χαρτί ξανά και ξανά. Πίστευε πως τίποτα από όσα έγραφε δεν ήταν αντάξιο να εκφράσει με ακρίβεια τη μετάνοια που ένιωθε, για τη την σχεδόν ανάγωγη και ψυχρή συμπεριφορά του.Όταν επιτέλους κατέληξε σε λέξεις που έκαναν τις σκέψεις του να βγάζουν κάποιο νόημα, υπέγραψε με το όνομα του, δίπλωσε το χαρτί στα δυό και μ’ ένα λουλούδι στο χέρι κατευθύνθηκε προς την κάμαρη της κοπέλας. Χτύπησε ελαφριά, με τον λεπτό του τρόπο να χαρακτηρίζει τον ήχο που βγήκε από το ξύλο. Απάντηση όμως δεν πήρε. Ισως ήταν καλύτερα να μην την αντίκριζε το μετανιωμένο του βλέμμα η κοπέλα. Άρπαξε την ευκαιρία και χώθηκε γρήγορα μέσα και άφησε το γράμμα και το άνθος πάνω στο προσκεφάλι του κρεβατιού της. Φρόντισε να επιστρέψει γρήγορα στη δική του κάμαρη πριν γίνει αντιληπτός από την ίδια ή κάποιον άλλο.
Η υπόλοιπη μέρα πέρασε βασανιστικά αργά για τον Αντρέι, ο οποίος περίμενε καρτερικά για μια αντίδραση της κοπέλας, ένα χτύπημα στην πόρτα του. Και όσο περίμενε, τόσο στο μυαλό του επαναλαμβάνονταν σκηνές έντασης. Το φως της ημέρας κρυβόταν, το μέτωπο του ίδρωνε και η καρδιά του σφυροκοπούσε κάτω από το στέρνο του. Μα και πάλι περίμενε.
Μετά το πέρασμα της μέρας, η Θεοφανώ επέστρεψε στον οντά της και η κούραση απλώθηκε στο πρόσωπο της. Οι κρύοι τοίχοι βαστούσαν μια απέραντη ησυχία που έσπαζε συχνά, από το θρόισμα του χαρτιού που αποκτούσε κίνηση χάρη στον αέρα που χώθηκε μέσα στην κάμαρα με το άνοιγμα της πόρτας. Τα αποκαμωμένα της δάχτυλα πλησίασαν με περιέργεια το κόκκινο λουλούδι, το έφεραν κοντά στο πρόσωπο της και η φρέσκια, γήινη μυρωδιά του χώθηκε ευγενικά μες τα ρουθούνια της. Χαμογέλασε αχνά. Πήρε στα χέρια της το διπλωμένο γράμμα και ξεκίνησε να το διαβάζει.
«Στον τόπο που γεννήθηκα η γιορτή του ονόματος μας είναι πολύ σημαντική. Την αποκαλούμε ντενάνγκελα και σημαίνει η μέρα του φύλακα αγγέλου μας. Οι φίλοι προσφέρουν στους εορτάζοντες ένα λουλούδι με τις ευχές τους. Οι ευχές μου σε απογοήτευσαν, όπως απογοητεύσαμε ο ένας τον άλλον. Δέξου αυτό το άνθος ως μια απόδειξη, πως δε σε πλησίασα για τους λόγους που με κατηγόρησες. Η έγνοια μου και η φιλία μου ήταν ειλικρινείς και αληθινές, όπως αληθινές είναι πλέον οι αμφιβολίες μου. Και δεν σου τις έκρυψα. Να προσέχεις τον εαυτό σου.»
Χαμογέλασε σαν διάβασε το όνομα που ήταν γραμμένο κάτω στο γράμμα. Το δίπλωσε ξανά και το φυλάκισε στην καρδιά της, νιώθοντας ανακούφιση να την κατακλύζει. Αισθάνθηκε την κούραση που την καταπονούσε, να εγκαταλείπει το κορμί της. Κανείς ως τότε δεν είχε κάνει κάποια τόσο ευγενική χειρονομία για κείνη. Κανείς δεν είχε επιχειρήσει να επανορθώσει σαν την πλήγωσε. Και κείνο το άνθος...Η μυρωδιά του της έδωσα την ελπίδα ότι μπορεί να τον εμπιστευτεί ξανά. Το έφερε πάλι κοντά της να την ξανανιώσει.
Άφησε το γράμμα πάνω στο μαξιλάρι της και βγήκε έξω από την κάμαρη, οδεύοντας προς εκείνη του Αντρέι. Ούτε που κατάλαβε πως κρατούσε ακόμα το κόκκινο λουλούδι σφιχτά στη χούφτα της, λες και φοβόταν μην το χάσει. Μα δεν την ένοιαζε.
Χτύπησε την πόρτα του απαλά με το αλλο της χέρι, μα όσο ήρεμο ήταν το χέρι, τόσο ανυπόμονη ήταν η καρδιά της. Σε λίγες στιγμές μόνο αντίκρισε το βλέμμα του, εξίσου ανήσυχο και ανυπόμονο. Τα μάτια του πλανήθηκαν πάνω της, και τελικά έπεσαν πάνω στη γροθιά της. Το κυκλάμινο. Σύμβολο αφοσίωσης και αγνότητας. “Θεοφανώ” κατάφερε να ψελλίσει έκπληκτος. “Πέρασε μέσα”
Εκείνη δε δίστασε. Πέρασε την πόρτα του και στάθηκε μπροστά του. “Σε ευχαριστώ” του είπε ειλικρινά. Και κείνος φάνηκε να απορεί. “Για ποιό πράγμα; Που σου απολογήθηκα; Δεν άξιζες να σου φερθώ τόσο ανέντιμα. Δεν είμαι καθόλου περήφανος για την συμπεριφορά μου. Το να απολογηθώ είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω. Οπότε με συγχωρείς.” μιλούσε με φανερή την ενοχή στο βλέμμα και τη φωνή του. Η κοπέλα δε μπορούσε παρά να διακρίνει την ειλικρίνεια στις λέξεις του. Τον είχε συγχωρέσει. “Όπως και να ‘χει σ’ ευχαριστώ. Είσαι ο μόνος που προσπάθησε ποτέ τόσο πολύ για να τον συγχωρέσω. Είσαι πολύ ευγενικός άνθρωπος Αντρέι.” του είπε με ένα αχνό χαμόγελο. “Είμαι ευγενικός με όλους τους ανθρώπους, μέχρι να μου αποδείξουν ότι δεν το αξίζουν. Και συ δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος.” Φάνηκε σαν να άφησε τη σκέψη του μετέωρη μα δεν συνέχισε τη φράση του. “Χρόνια σου πολλά, Θεοφανώ.” εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του σε μια διστακτική αγκαλιά. Μετά βίας τον έφτανε στο ύψος, οπότε χρειάστηκε να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της. “Σε συγχωρώ.” του ψυθίρισε καθώς κρεμόταν πάνω του. Και κείνος για πρώτη φορά της χαμογέλασε ανακουφισμένος, μα εκείνη κρυμμένη στον κόλπο του λαιμού του, έλειψε να δει το ομορφότερο θέαμα.
YOU ARE READING
Μάγισσα (μου)
Fanfictionone-shot ιστορίες και σενάρια βασισμένα στη σειρά του ΑΝΤ1 «Μάγισσα».