Ήρωας κάτω απ'το φεγγάρι

451 14 0
                                    

Η σπηλιά ήταν τραχιά, κρύα, υγρή. Μύριζε ταραχή και αίμα. Άγριο θάνατο. Η νύχτα είχε βυθιστεί και οι Κήρες είχαν επισκεφθεί τον τόπο για να χορτάσουν με δύο ακάθαρτες ψυχές που 'χαν χαθεί. Και πριν γυρίσουν στα λημέρια τους, τα φτερά τους ακολούθησαν τους σπαρακτικούς λυγμούς μιας μάγισσας.

Ο Αντρέι είχε καταφέρει να τραυματίσει τους φρουρούς της εισόδου αρκετά σοβαρά ώστε να μπορέσει να συνεχίσει το διάβα του μέσα στη σπηλιά. Ζωσμένος με τον φόβο του του και με σπαθί στο χέρι συνέχισε να πατάει γρήγορα πάνω στο υγρό χώμα. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Η Θεοφανώ βρισκόταν μονάχη και ανήμπορη στα χέρια των Τριβολαίων, ανθρώπων που δε θα δίσταζαν να βάψουν τα χέρια τους με αίμα, στο όνομα της θρησκείας τους, αν πίστευαν πως κάτι δεν ταυτίζεται με το δόγμα. Και η Θεοφανώ δεν τους ήταν αγαπητή.

Στους μυστηριώδεις τοίχους της σπηλιάς είχε απλωθεί βαθιά σιωπή, που όσο ο στρατιώτης προχωρούσε, έσπαζε από τον αντίλαλο κοφτής ανάσας, συνοδευόμενης από σιγανούς και αδύναμους λυγμούς. Όταν κατάλαβε ότι η κοπέλα που έψαχνε βρισκόταν κάπου εκεί στο βάθος της σκοτεινής σπηλιάς, δακρυρροούσα κι αβοήθητη, ένιωσε το αίμα του να παγώνει, το μυαλό του να θολώνει παρέα με τα δυό του μάτια. Έπρεπε να μείνει συγκροτημένος.

Σαν από μακριά την αντίκρισε κατάχαμα, κουλουριασμένη με πληγιασμένα χερια, το φόρεμα της ποτισμένο μ' αίμα, και με το πρόσωπο της χλωμό, δάκρυα πλημμυρισμένο, έτρεξε ανάστατος κοντά της. Βεβαιώθηκε ότι τα αδέρφια Τριβόλη παραδίπλα ήταν πράγματι αναίσθητα και έχωσε πάλι τη σπάθα του στο θηκάρι της. Δε θα τη χρειαζόταν σύντομα.

Έσκυψε μπρος της και την κράτησε απαλά από τους μελανιασμένους ώμους της, να την φέρει στην αγκαλιά του. Σε μια στιγμή νόμισε πως την έχανε, ώσπου ακούστηκε η αδύναμη λαλιά της. "Αντρέι" ψιθύρισε, μα δεν είχε τη δύναμη να αρθρώσει λέξη παραπάνω. Μόνο δάκρυα, κι άλλα δάκρυα συνόδευαν την κάθε της πνοή. "Αντρέι εγώ..." του ψιθύρισε και ό,τι συλλαβή είχε στον λαιμό της, πνίγηκε από των ματιών της, τις θλιμμένες θάλασσες. Μα ο νέος αμέσως την κατάλαβε.

Η λάμψη από τη δάδα τρεμόπαιξε πάνω απ' τα κεφάλια τους σπάζοντας το σκοτάδι. Έκλεισε στις παλάμες του το πρόσωπο της και έκοψε την ανάσα του πάνω στο μέτωπο της, μ ένα παρηγορητικό φιλί. "Πάμε να φύγουμε από δω, Θεοφανώ" της μίλησε ήρεμα και καθησυχαστικά. "Όχι Αντρέι. Πρέπει να με αφήσεις εδώ...να πεθάνω. Μου αξίζει." είπε αδύναμα η ταλαιπωρημένη κοπέλα, ανίκανη να φιλιώσει με την πράξη της. "Δεν πρόκειται. Δε θα αφήσω τίποτα κακό να σου συμβεί." αποκρίθηκε σθεναρά ο νέος. Η Θεοφανώ δεν είπε τίποτα. Κοιτούσε το αιματοβαμμένο χώμα. "Κοίταξε με, Θεοφανώ. Εγώ το έκανα. Εσύ δεν έφταιξες σε τίποτα, δεν γνωρίζεις τίποτα. Με καταλαβαίνεις;" της είπε αποφασιστικά. "Φοβάμαι, Αντρέι." ήταν η απάντηση που έδωσε εκείνη στον νέο. "Θα είμαι κοντά σου. Δε θα επιτρέψω σε κανέναν να σε βλάψει." είπε στην κοπέλα τρυφερά. Και εκείνη του έγνεψε, αργά, δειλά, ανήμπορη να αρνηθεί το σωτήριο σχέδιο του, και την γαλήνη που της πρόσφερε η παρουσία του.

Σήκωσε και κράτησε το πληγωμένο της κορμί στα έμπειρα χέρια του, οι ανάσες της μια εύθραυστη μελωδία που σχημάτιζε γραμμές στο ιδρωμένο μέτωπο του, όσο το ανήσυχο βλέμμα του αναζητούσε ασφαλή διέξοδο.

Ο Αντρέι πέρασε αρκετή ώρα περπατώντας με τη λαβωμένη στην αγκαλιά του, ώσπου να βρει ένα ασφαλέστερο μέρος για να ξαποστάσουν προτού γυρίσουν μαζί πίσω στον Πύργο. Και εκείνη δεν άφησε λεπτό απ' τη γροθιά της το λευκό του πουκάμισο, σκορπίζοντας πάνω του κόκκινες κηλίδες.

Οταν χώθηκαν σε μια σπηλιά χωρίς ψυχή, εκείνος τη βοήθησε να καθίσει χάμω, με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο. Έβγαλε το σακάκι του και το πέρασε γύρω από τους ώμους της κοπέλας, να της χαρίσει λίγη ζεστασιά και άνοιξε το φλασκί του για να προσφέρει νερό στη Θεοφανώ, μα η ίδια ούτε τα χέρια της να ανασηκώσει δε μπορούσε. Γονάτισε μπρος της, έβαλε το ένα χέρι του κάτω από το πηγούνι της και με τ' άλλο της έδωσε νερό και έβρεξε τα χείλη της. Λίγο μόλις δροσίστηκε, βρήκε πάλι χρώμα το πρόσωπο της. Ο Αντρέι κάθισε πλάι της, κουρασμένος και ο ίδιος, και άφησε έναν στεναγμό να φύγει από τα σωθικά του μαζί με την έγνοια του. "Αντρέι...Σ'ευχαριστώ" του ψιθύρισε εκείνη και αυτός της έγνεψε μ' ένα αχνό χαμόγελο. "Ξέρεις, σε κείνη τη σπηλιά, προσευχόμουν. Και ζητούσα τη βοήθεια της μάνας μου. Μετά ήρθες εσύ." συνέχισε, ενώ κατάφερε ένα μικρό χαμόγελο. "Εκείνη σε έστειλε. Επειδή δε μπορούσε να με βοηθήσει. Μόνο κακό με έβαλε να κάνω. Εκείνη σε έστειλε σε μένα Αντρέι. Είσαι ο ήρωας μου." στην τελευταία της φράση γύρισε, να χαθεί στο ανήσυχο μαύρο της ματιάς του. "Σ'ευχαριστώ." χάιδεψε τον τόπο η φωνή της, μ' έναν ακόμα μαγικό ψίθυρο. Πλησίασε κοντά του, κι έντυσε το ζεστό του μάγουλο μ' ένα τρυφερό φιλί. Και κείνος χαμογέλασε κρυφά, μα τίποτα δεν ξεστόμισε.

Η κοπέλα, εξαντλημένη όπως ήταν, έγειρε δίπλα στον ώμο του νεαρού και αποκοιμήθηκε, με τις χρυσές της μπούκλες να στολίζουν το πρόσωπο της, και ελαφριές ανάσες να δραπετεύουν απ' τα μισάνοιχτα χείλη της.

Και στην καρδιά του μόνο μαρτυρούσε τις σκέψεις του, ώσπου να δει το φως του ήλιου η σπηλιά.

Μάγισσα (μου)Where stories live. Discover now