Καθαρός ουρανός

440 18 6
                                    

*** rated M chapter ‼️ once again γιατί είχα σκεφτεί το σενάριο μιάμιση εβδομάδα πίσω οπότε είπα να μην πάει χαμένο. (Συνάντηση πριν τη μονομαχία ) ***

~~



Στάθηκε έξω από την εκκλησία της Παναγιάς Οδηγήτριας, μπρος στον πέτρινο τοίχο

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Στάθηκε έξω από την εκκλησία της Παναγιάς Οδηγήτριας, μπρος στον πέτρινο τοίχο. Είχε μόλις ανάψει ένα κερί στο όνομα της, μια παράκληση να πάνε όλα κατ’ ευχήν όταν ξημερώσει. Στην Παναγιά Οδηγήτρια, που δείχνει τον δρόμο, σε φέρνει πιο κοντά τη φώτιση. Και η Οδηγήτρια του έδειξε το δρόμο για τη Θεοφανώ, που έψαχνε καιρό. Βρήκε το φως της ελευθερίας μέσα από κείνη. Τη ζωή και την ελπίδα που, για καιρό, είχε χάσει. Γιατί κανένας στόχος που αποσκοπεί στην ελευθερία δεν έχει νόημα αν η ψυχή σου η ίδια δεν είναι και αυτή ελεύθερη, και η Θεοφανώ φρόντισε για κείνον να μην αποτελεί εξαίρεση του κανόνα. Μέσα στην καρδιά του μπήκε και διέλυσε όλα τα δεσμά που τον κρατούσαν παγιδευμένο και τον απελευθέρωσε με κάθε δυνατό τρόπο. Δεν ήταν, όμως, μονάχα ευγνωμοσύνη αυτό που ένιωθε προς το πρόσωπο της. Και πλέον είχε το προνόμιο της ελευθερίας να το πει ξανά και ξανά. Γιατί δε ζούσε πια στο παρελθόν.

Οι ώρες μαζί της, ώσπου ο ήλιος να βγει κατακόρυφα, πριν το σπαθί του αστράψει κάτω απ’ τον ολόφωτο ουρανό, θα ήταν λιγοστές. Γι' αυτό της είχε μηνύσει μέσω του Μπακού να τον βρει στην Εκκλησιά της Παναγίας Οδηγήτριας, πριν καλά καλά χαράξει.

Η πλάση δεν είχε ακόμα φωτιστεί. Τα σύννεφα, μετά βίας διακριτά, ήταν ακόμα μπλεγμένα μεταξύ τους. Έκανε κρύο και η μυρωδιά της υγρασίας σου πλημμύριζε τα ρουθούνια. Δεν άργησαν να πέσουν οι πρώτες σταγόνες βροχής στο χώμα, ψιθυρίζοντας στην επιφάνεια της γης κάθε λογής μυστικά. Σύντομα ό,τι ψυχή βρισκόταν κατάχαμα καλύφθηκε από το αλμυρό πέπλο.

Ένα μακρινό, τρεμάμενο φως ταρακούνησε τις σκέψεις του. Ήταν η θεοφανώ που, κρατώντας ένα φανάρι, βημάτιζε γοργά προς το μέρος του, καθώς είχε συναντηθεί με τη βροχή στο διάβα της. Το νερό κρεμόταν απ’ τις χρυσαφένιες μπούκλες της σαν κόσμημα. Το πρόσωπο της λουσμένο στη βροχή φαινόταν ανήσυχο. Το γνώριμο λαδί σάλι της ποτισμένο από σταγόνες κι αυτό. Δεν έχασε άλλο πολύτιμο χρόνο. Πέταξε κατά γης το φανάρι και έτρεξε στη σφιχτή αγκαλιά του, χαρίζοντας του ένα βαθύ φιλί στα χείλη. Πόσο της είχε λείψει…

Μάγισσα (μου)Where stories live. Discover now