Το ζεστό, μεσημεριάτικο αεράκι φυσάει, χτυπάει το πρόσωπο μου, κάνει τις μπούκλες μου να ανεμίζουν, να μου κρύβουν το τοπίο. Γύρω γύρω γρασίδι και λουλούδια και η δυνατή μυρωδιά τους πλημμυρίζει τα σωθικά μου καθώς τρέχω. Τρέχω κάτω από το φως του ήλιου και σταματώ μόνο για να ξαποστάσω.
Δύο χέρια ζύγωσαν στη μέση μου και της μοίρασαν χάδια κι ένα ζευγάρι χείλη χάριζαν φιλιά στο λαιμό, στο πρόσωπο μου. Γύρισα και σε κοίταξα. Ο άνεμος έσπρωχνε το λευκό σου ξεκούμπτωτο πουκάμισο πάνω στο κορμί σου. Με φίλησες ξανά. Χαμογελούσες. Χάιδεψες το κεφάλι μου, τα μαλλιά μου. Με πήρες από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε μαζί ξανά ώσπου βρεθήκαμε ξέπνοοι και αναψοκοκκινισμένοι κάτω από ένα μεγάλο δέντρο με γέλια ανεξέλεγκτα να δραπετεύουν απ' τα χείλη μας. Καθίσαμε κάτω στον κορμό του με τη σκιά του εχέμυθη συντροφιά. Συ ξάπλωσες στην αγκαλιά μου και γω άφηνα τα δάχτυλα μου να πλανηθούν στις γραμμές του προσώπου σου και στα μαλλιά σου. Και χαμογελούσες. Χαμογελούσες παιδικά σαν να 'ταν η πρώτη φορά που ζεις κάτι όμορφο.
«Είμαι ευτυχισμένος.» μου ψιθύρισες σαν παιδί και παίρνω όρκο πως η ευτυχία είναι το ωραιότερο πράγμα που 'χω ποτέ δει στα μάτια σου. Τόσο αθώος και αγγελικός. Τόσο γαλήνιος.
«Σ' αγαπώ Αντρέι» μαρτυρώ, με το βλέμμα μου γατζωμένο στο δικό σου, λες και ξεστόμιζα το πιο φοβερό μυστικό του κόσμου.
Μα εσύ είχες ήδη αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου απάνω.
~~
Άνοιξα τα μάτια μου και αναζήτησα την παρουσία του, μα δεν ήταν κοντά μου. Συχνά η μορφή του προλάβαινε να χαθεί στα όνειρα μου προτού ξυπνήσω, μόνο να μου χαρίσει λίγη ηρεμία κι ύστερα πάλι να με βυθίσει στο σκοτάδι, μ' ένα βάρος που δεν κατάφερε ποτέ της η ψυχή μου να χωρέσει.
Γιατί όταν έφυγες ένιωθα σαν να μην υπάρχω. Γιατί δεν άφησες τίποτα δικό σου πίσω. Έχασα τον κόσμο κάτω απ' τα πόδια μου γιατί εσύ μου έμαθες τον κόσμο και χωρίς εσένα πια δεν τον καταλάβαινα. Ήσουνα το φως που φώτιζε τις πληγές μου και έπαιρνε μακριά κάθε μου πόνο. Ανάθεμα το χώμα που σε σκέπασε και σε πήρε μακριά μου. Και ανάθεμα με που δε μπόρεσα να παγώσω την αγάπη σου για μένα. Εκείνη έγινε η θηλιά σου και σ' έκανε θυσία. Και ο καημός μου έγινε φουρτουνιασμένη θάλασσα βαλμένη να με πνίξει. Η ζωή μου μετατράπηκε σε μαύρο παραμύθι χωρίς ηθικό δίδαγμα.
Το λευκό σου πουκάμισο, εκείνο που σε ντύνει σε κάθε μου όνειρο, ποτίστηκε με τα δάκρυα μου όταν τυλίχτηκες από το ματωμένο κόκκινο. «Άνοιξε τα ματάκια σου, σε παρακαλώ.» σου 'χα ζητήσει, πάνω απ' το κορμί σου το το πληγωμένο, το λαβωμένο, το νεκρό, μα πιο πολύ ήταν ικεσία σε όποιον θεό με άκουγε να σπαράζω. Ποιός θεός μου έμπηξε τέτοιο μαχαίρι στο λαιμό; Δεν θα τον συγχωρήσω. Μα ούτε μένα συγχωρώ.
Λίγους μήνες αργότερα κράτησα στην αγκαλιά μου την κόρη μας. Τη δική μας κόρη. Τη Φωτεινή μας. Είπα στην καρδιά μου να σωπάσει, να γαληνέψει. Έβρισκα ξανά το φως μου, την ελπίδα μου. Όσο η μορφή σου ξέφευγε από τη μνήμη μου, τόσο την έβρισκα στη Φωτεινή μας. Της έδωσα όνομα που 'χει τη λάμψη σου. Κι όσο εκείνη μεγάλωνε, τόσο στα μάτια της αντίκριζα τα δικά σου και στο χαμόγελο της έβλεπα τη δική σου χαρά.
Σύντομα έμαθε τα πάντα για σένα και άρχισε να έρχεται μαζι μου στον τάφο σου. Σου αφήνει κόκκινα κυκλάμινα και κάθεται σιωπηλή να με ακούει να σου μιλώ. Να σου ζητώ συγγνώμη. Να σου λέω πόσο σ' αγαπώ. Κάποτε μου είχες πει «Θα σ' αγαπώ για όσο μπορώ» μα εγώ δεν είχα καταλάβει τι εννοούσες. Τώρα πια ξέρω πως είναι να μη μπορώ να ακούσω τη φωνή σου να απαντάει στις δυο γλυκόπικρες μου λέξεις. Να μη νιώθω το τρυφερό σου χάδι, το φιλί σου. Να μη μπορώ να σε αγγίζω. Καμιά φορά κλαίω, μα όχι όσο πριν. Τώρα έχω πια συνηθίσει την, ριζωμένη στην καρδιά μου, θλίψη.
Η κόρη μας με συγχώρεσε...
Κοιτάζει τον ήλιο και σε φέρνει στο νου και σ' αγαπάει σαν να σε ένιωσε κοντά της.Μου λείπεις.
Από τον λήθαργο μου με βγάζει ενα γνώριμο γέλιο, το γέλιο της Φωτεινής.
Το γέλιο σου.
Μου προσφέρει ένα κόκκινο κυκλάμινο. Ανεβαίνει, φωλιάζει στην αγκαλιά μου και μου δίνει ενα φιλί στο μάγουλο.
"Σ' αγαπάω."
Και γω μάτια μου.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Μάγισσα (μου)
Hayran Kurguone-shot ιστορίες και σενάρια βασισμένα στη σειρά του ΑΝΤ1 «Μάγισσα».