Ο δρόμος για τον πύργο ήταν σιωπηλός. Κανείς δεν έλεγε τίποτα. Ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Αντρέι. Πώς θα μπορούσαν άραγε; Το προηγούμενο βράδυ ήταν δύσκολο και μεγάλο και δε σταμάτησε να είναι ως και κείνη την ώρα. Την ώρα που τη βρήκαν λιπόθυμη κατάχαμα, στο αιματοβαμμένο χώμα, αγκαλιά με την καρδιά του διώκτη της. Τότε που η καρδιά του πρώτου γέμισε με φόβο. Του δεύτερου δε με ανακούφιση. Ήταν και κεινη σιωπηλή. Τα χρυσάφια που κολυμπούσαν στα αυλάκια των ματιών της, και αυτά σιωπηλά ήταν, μα οι λογισμοί τη χτύπαγαν αλύπητα. Είχε προσέξει τις μελανιές στο κορμί της, και από τη στιγμή εκείνη, η δυνατή σιωπή την έβαζε σε βαθιές σκέψεις.
Μόνο τα πουλιά μιλούσαν. Τους συνόδευαν δρόμο-δρόμο, μαζί με τον ήχο του κοφτερού αέρα. Ισως πιο κοφτερού από τις σκέψεις της. Ενοχικές και τρομαγμένες. Βίαιες. Η σιωπή έσπασε ολοκληρωτικά μόνο όταν εισχώρησαν στον πύργο. Τότε που αμέτρητα ζευγάρια από δήθεν αναστατωμένα μάτια και ανήσυχα χέρια ζύγωσαν κοντά στη Θεοφανώ, γίνοντας φορτικά. Κανέναν δεν ήθελε να δει, σε κανέναν να μιλήσει. Κρύφτηκε τελικά στον οντά της, παρέα με τις πληγές της, αρνούμενη να δει τον οποιονδήποτε. Την παρουσία μονάχα ενός ανθρώπου αποζητούσε, μα ο φόβος την κυρίευε και την κρατούσε πίσω.
Όλη τη μέρα δε δέχτηκε κανέναν στην κάμαρη της, παρά μόνο την Τσαντούλα που απαίτησε να της αφήσει ένα πιάτο φαγητό για να ζεστάνει τα σωθικά της. Έμενε κουλουριασμένη πάνω στο κρεβάτι της, ψιθυρίζοντας προσευχές και ανάμεσα τους “Φοβάμαι”, μέχρι να πέσει το φως και η νύχτα να βουλιάξει στο βαθύ σκοτάδι. Και από το φαγητό δεν άγγιξε σταλιά.
Κανέναν δε συνάντησε στον διάβα της όσο προχωρούσε για τον ξενώνα. Το μόνο μέρος που θα της έδινε λίγη ασφάλεια. Χώθηκε μέσα στον οντά του και βρέθηκε πάλι κουλουριασμένη, αυτή τη φορά στο κρεβάτι του Αντρέι, χαμένη στις σκέψεις που τη βάραιναν.
Λίγο αργότερα η πόρτα άνοιξε και ο ξένος πρόβαλε μ’ ένα κερί στο χέρι, φέρνοντας φως στην κάμαρη. Σύντομα συνειδητοποίησε την παρουσία της. “Θεοφανώ;” απόρησε σιγανά ο Αντρέι. Χιλιάδες ερωτήσεις περνούσαν από το μυαλό του, βλέποντας τη θλιμμένη και ατιμέλητη, μα διάλεξε να αρκεστεί στο όνομα της, αφήνοντας περιθώρια.
Εκείνη δεν απάντησε τίποτα. Μόνο με σκυφτό κεφάλι, άφησε τα δάκρυα που σκέπαζαν τα μάτια της να χτυπήσουν τα μάγουλα της, με έναν σιγανό λυγμό. Εκείνος την πλησίασε και κάθισε πλάι της στο κρεβάτι, ακουμπώντας ένα χέρι στον ώμο της ως ένδειξη παρηγοριάς. Έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος του ψιθυρίζοντας “Φοβάμαι”, σαν μια εξομολόγηση. Άφησε το ταραγμένο βλέμμα του, να πλανηθεί στη μελανιά που απλωνόταν πλάι στο μάγουλο της, πριν απαντήσει. “Είσαι ασφαλής εδώ, Θεοφανώ. Κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει” αποκρίθηκε εκείνος καθησυχαστικά. “Αντρέι, τι μου συνέβη στη σπηλιά;” στο άκουσμα της ερώτησης πάγωσε, δίστασε. Έχασε τις λέξεις, ο πάντα ετοιμόλογος και συγκροτημένος Αντρέι, δεν έβρισκε τα λόγια να εξηγήσει. “Εγώ τον σκότωσα;” μα και πάλι δεν πήρε απάντηση. “Πες μου Αντρέι, εγώ τον σκότωσα;” ρωτούσε, με την πίκρα και τον φόβο, μοναδικό της σύντροφο, να σφιχταγκαλιάζει το λαιμό της. “Όχι, Θεοφανώ. Εμείς τον βρήκαμε πριν προλάβει να σου κάνει κακό και βάλαμε τέλος στη ζωή του.” είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε, προσπαθώντας να μην προδώσει την αγωνία του μέσα απ’ τη φωνή του. “Μη μου λες ψέματα, Αντρέι! Την αλήθεια θέλω” η δική της φωνή, έσπαγε σε κάθε της λέξη.
Όσο κι αν ήθελε να μάθει, δε θα το βαστούσε η ψυχή της. Μα ούτε η δική του θα βαστούσε τέτοιο κρίμα, έτσι απαρνήθηκε τις λέξεις που του ζητούσαν να βγούν από τα χείλη του. Ξέσπασε σε λυγμούς και κείνος την έσυρε στην αγκαλιά του, κρύβοντας τ’ ακροδάχτυλα του στις μπούκλες της με ένα χάδι παρηγοριάς.
“Σώπασε, Θεοφανώ, σώπασε. Μη φοβάσαι.” έλεγε, με φωνή που και άγρια θηρία ημερεύει. “Άφησε με να σε φροντίσω Θεοφανώ, σε παρακαλώ. Πρέπει να καθαρίσω τις πληγές σου. Σου υποσχομαι πως όταν συνέλθεις, θα σου πω, όσα οφείλεις να γνωρίζεις.” [...]
Το βαρέλι ανάβλυζε βαρύ από το πάτωμα, ξέχειλο καθαρό νερό και η Θεοφανώ βρισκόταν μπροστά του. Απαλλάχτηκε από το βρώμικο ύφασμα που βρισκόταν πάνω της και μπήκε σ’ αυτό. Το νερό έλουσε όλες τις πληγές της. Έτσουζαν, μα το πρόσωπο της έμενε ανέκφραστο.
Ο Αντρέι δεν άργησε να έρθει και με ένα προειδοποιητικό χτύπημα μπήκε και κείνος μέσα. Την πλησίασε και έμεινε από πίσω της έχοντας οπτική επαφή με την πλάτη και το πίσω μέρος του κεφαλιού της. Στην όψη των μωβ σημαδιών στο σώμα της, σούφρωσε τα φρύδια του θλιμμένος, έσφιξε τις γροθιές του. Ήθελε να την προστατέψει από κάθε κακό. Δεν μίλησε. Πήρε στο χέρι του ένα σταμνί γεμάτο νερό, και με αυτό έρανε τα ξέπλεκα μαλλιά της, ενώ με απαλές κινήσεις έτριψε το νερό στους κροτάφους της. Έπειτα με ένα νωπό κομμάτι ύφασμα, σκούπισε ευλαβικά τον μώλωπα κάτω απ’ το μάτι της, και το αίμα από τις πληγές γύρω από τους καρπούς της. Ένιωσε ασφαλής ξανά.
“Σε ευχαριστώ, Αντρέι. Για ό,τι έχεις κάνει γι μένα. Πάντα είσαι εκεί για όποιον το χρειάζεται. Θα ‘πρεπε να με φοβάσαι, αλλά εσύ είσαι εδώ, και με φροντίζεις. Λες και δεν έχεις καμιά άλλη δουλειά.” είπε μελαγχολικά, σκύβοντας το κεφάλι. “Κοίταξε με.” της είπε και κείνη υπάκουσε δειλά. Δυο βαθιά πελάγη ήρθαν αντιμέτωπα με το λιωμένο του κατράμι.
“Δε φοβάμαι εσένα, φοβάμαι για εσένα. Θέλω να σε προστατέψω, και για όσο μπορώ, θα το κάνω.” Υποσχέθηκε.
Η ψυχή της γέμισε γαλήνη και ένας αναστεναγμός ανακούφισης άφησε τα χείλη της.
YOU ARE READING
Μάγισσα (μου)
Fanfictionone-shot ιστορίες και σενάρια βασισμένα στη σειρά του ΑΝΤ1 «Μάγισσα».