Αν δεν το μετανιώσεις [II]

472 21 4
                                    

 

Η μέρα ξημέρωνε και πάλι σαν κάθε άλλη μέρα, μόνο που το μυαλό του Αντρέι ταξίδευε στο προηγούμενο βράδυ, εκεί στον οντά της Θεοφανώς, στην κρύα εκείνη νύχτα που ζεστάθηκε από δύο χείλη μ’ ένα γλυκό φιλί. Δεν έπαψε να τη σκέφτεται ούτε λεπτό και να νιώθει τα χείλη του να πονούν και να ματώνουν από λαχτάρα για τα δικά της. Και κάθε φορά που τα ‘φερνε στο νου του οι παλμοί του όλο ανέβαιναν. Θυμήθηκε ξανά τη γεύση τους, τον τρόπο που η κοπέλα ακούμπησε το χέρι της στο πρόσωπο του όσο τον φιλούσε, πως το ψηλάφισε. Πόσο το άγγιγμα της έκαιγε τα σωθικά του. Η ψυχή του όλο αναστέναζε και το αναζητούσε από κείνο το βράδυ.

Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Δε θα άφηνε μια μεθυσμένη στιγμή αδυναμίας μιας κοπέλας, φίλης του κιόλα, που πιθανότατα δεν είχε και καμιά σημασία να επηρεάσει την καρδιά του. Ήταν ένας κύριος και ήταν διατεθειμένος να αφήσει τα συναισθήματα του στην άκρη. Δεν είχε σκοπό να κάνει λόγο γι’αυτό σε κανέναν, ούτε καν στην ίδια που όσο τη σκεφτόταν, τόσο ο νους του τριγυρνούσε στην κάμαρη της με έναν ηδύ καημό στο στήθος. Θα άφηνε το χρόνο να περάσει. Για χάρη και των δύο.

Βγήκε από τον οντά του, να πάρει λίγο αέρα και να κάνει μια βόλτα, μα με την πρώτη του ματιά στην αυλή την αντίκρισε στο πηγάδι του πύργου να μαζεύει νερό μ’ έναν κουβά. Μια στιγμή αδυναμίας. Ύψωσε το βλέμμα της και συνάντησε το δικό του, κι οι θάλασσες της έκλειναν μέσα τους προσμονή, επιθυμία για μια του λέξη μόνο. Μα σαν τα μάτια τους αντάμωσαν, εκείνος έστρεψε στο πλάι το κεφάλι του, σαν ντροπαλό λουλούδι που αποφεύγει του ήλιου το φως. Κι όταν δειλά-δειλά γύρισε να την κοιτάξει πάλι, η κοπέλα είχε γυρίσει απογοητευμένη στη δουλειά της με το κεφάλι στραμμένο κατά γης.

Μάζεψε τη δύναμή του και βγήκε έξω από τον πύργο μ’ ένα μαντήλι στο χέρι, για να σκουπίσει τον ιδρώτα που είχε στάξει στο μέτωπο του. Μια στιγμή αδυναμίας.

Η αγωνία όμως έσκιζε τα σωθικά της Θεοφανώς. Ο ξένος δεν της μίλησε. Δεν ήταν πως δεν ήξερε γιατί, μα δεν πίστευε πως θα γινόταν. Τη μια στιγμή μετάνιωνε το φιλί τους, μα την επόμενη αναπολούσε τον πόθο που την έκανε να νιώσει. Θα ορκιζόταν όμως πως δεν άντεχε άλλο την αποστροφή του. Θα έπαιρνε πίσω κάθε φιλί, αν ήξερε πως έτσι δε θα τον έχανε. Ήθελε να βρει μια ευκαιρία να του μιλήσει.

Μπήκε πάλι στον πύργο να συνεχίσει τις δουλειές της, καθώς πλησίαζε η ώρα του φαγητού. [...]

Μάγισσα (μου)Where stories live. Discover now