Κρασί και μέλι (έσταζε το φιλί της) [I]

438 16 0
                                    

  Οι τοίχοι του μαγειρειού είχαν γεμίσει ξανά με χαρούμενες φωνές, τραγούδια και χορούς. Είχαν στολιστεί με χαμόγελα. Και τούτη τη φορά δεν έφταιγαν τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, ή τα Θεοφάνεια. Μα πάλι η μέρα έμοιαζε με γιορτή. Γιατί η Θεοφανώ δεν ηταν πια κλειδωμένη σε τέσσερις ψυχρούς τοίχους, ανήμπορη να αντικρίσει άνθρωπο. Μετά την αποβολή της, ο Μάρκος συμφώνησε κατόπιν θερμής παράκλησης της, να της επιτρέπει ελαφριά εργασία μέσα στον Πύργο με την προϋπόθεση ότι πάντοτε θα βρίσκεται και κάποιος άλλος κοντά της.

Έτσι και εγινε. Ο Φρίξος, η Τσαντούλα, ο Λουκάς, ο Μπακού μαζί με τη Μορφούλα και τη Θεοφανώ, όλοι τους χόρευαν και τραγουδούσαν πίνοντας. Μια καινούργια εποχή ξεκινούσε πια για την αγαπημένη τους Θεοφανώ. Και η βραδιά εκείνη ήταν μια φρέσκια ανάσα για την κοπέλα. Ένιωσε ξανά πως η ζωή της δεν τελειώνει, και ό,τι ανησυχία και αν είχε την πήραν κάτω τα τραγούδια και το κόκκινο κρασί.

 Ως το γλέντι να κοπάσει καμία έγνοια δεν ταλάνιζε το μυαλό της, μα το πιοτί βάραινε το σώμα της. Τα πόδια της δεν ήταν αρκετά να τη βαστάξουν όρθια. Είχε περάσει όμορφα και πια δε σκεφτόταν σχεδόν τίποτα. Μόνο ένα όνομα και ένα άγγιγμα που απ’ τη νύχτα απουσίαζε, την έκανε πιο μελαγχολική.
  
Ο Αντρέι ξεπρόβαλε από την πόρτα του μαγειρείου ψάχνοντας για τον Μπακού. Μόλις η Θεοφανώ τον αντίκρισε, τα ήδη γυαλιστερά απο το κρασί και το κέφι, γαλανά μάτια της, έλαμψαν, χαμογέλασαν. Έκανε μια γενναία προσπάθεια να πάρει τα πόδια της, να σηκωθεί και να του δωρίσει έναν χαιρετισμό. Μάταια. Κόντεψε να πέσει κατάχαμα και τελικά γέλασε λιγάκι στηριγμένη με τα χέρια στο τραπέζι. Έπειτα κάθισε ξανά στην καρέκλα της γιατί η πτώση δεν θα ήταν αναπόφευκτη.

“Αντρέι, κάθισε μαζί μας και πιές ένα ποτήρι κρασί” Αναφώνησε απο μακριά. Εκείνος πλησίασε πιο κοντά της για να απαντήσει. “Με συγχωρείτε δε θα καθίσω, έψαχνα μόνο τον Μπακού. Έχω δουλειά απόψε. Και καλά θα κάνεις και συ να μην πιείς άλλο. Δε φαίνεσαι για μαθημένη.” Αντί για κείνη απάντησε η Τσαντούλα που βρισκόταν λίγο πιο δίπλα, πιωμένη και αυτή, πάσχιζε να βάλει σε μια σειρά την ακαταστασία που είχε προκληθεί όλη τη νύχτα. “Να τη συμπαθάτε Κύριε Σιντόροφ. Είχε καιρό να πιεί, ξέρετε εξ’ αιτίας της εγκυμοσύνης το κορίτσι μας, και μαλλον δεν το άντεξε”

“Άντε κορίτσι μου στον οντά σου να ξεκουραστείς. Θα συμμαζέψω εγώ το χάλι εδω μέσα. Να θα με βοηθήσει και ο Λουκάς.”  μίλησε στην κοπέλα αυτή τη φορά, ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να εντοπίσει στο τοπίο τον άντρα της.

Μάγισσα (μου)Where stories live. Discover now