Χρυσάφι

432 13 0
                                    

Ίσως να έφταιγε η σχέση της με τον Αντρέι. Ίσως να έφταιγε η βαθιά της επιθυμία να τον βοηθήσει να μάθει όσα περισσότερα πράγματα γινόταν για τη μητέρα του. Μα ίσως να έφταιγε και το γεγονός ότι κάθε φορα που πατούσε πόδι σε κείνη τη σπηλιά, το μάτι της πρώτο έπεφτε πάνω σε κείνο το εικόνισμα, το όρθιο στο χώμα πάνω και ακίνητο. Επιβλητικό μα τρυφερό συνάμα. Το ‘νιωθε να κοιτάζει και να διαβάζει μέσα στην ψυχή της.

Και τότε, κρατώντας την εικόνα στα χέρια της, την αντίκρισε. Μια μικροκαμωμένη, στοργική παρουσία, που κρατώντας στην αγκαλιά της ένα φασκιωμένο παιδί σιγοτραγουδούσε πάνω απ’ το κεφάλι του να το κοιμίσει, με ένα γλυκό χαμόγελο και στωικό βλέμμα να στολίζει το πρόσωπο της.

«Χρυσάφι της Ανατολής
Κι ασήμι του πελάγου
ζεστό φιλί ν’ αρματωθείς
κι απ’ το κακό φυλάγου.

Εγώ θα υφάνω φυλαχτά
στου αλόγου σου τη χαίτη
πουλάκι μου άντρας σαν γενείς
τη μάνα πρόσεχε τη.

Κοιμήσου μες στον κόρφο μου
πανώριε αητέ μου
του Ταϋγέτου την κορφή την πιο αψηλή
να διαφεντεύεις γιε μου.»

Ήτανε στίχοι ενός από τα ποιήματα που στα κλεφτά είχε διαβάσει και από τη στιγμή που οι αράδες τούτες έπεσαν στα χέρια της, ένιωσε γαλήνη καθώς της έφερναν μνήμες από την πατρίδα και τον έρωτα της. Τις σφιχταγκάλιασε και τους έδωσε μελωδία και κάθε πρωινό ή βραδινό που το παιδί ήταν ανήσυχο, νανούριζε μ’ αυτές τον κανακάρη της με τη γλυκιά φωνή της.

Τα χρυσάφια στην καλοδουλεμένη φορεσιά της λικνίζονταν μαζί με τον γιό στα χέρια της, και παρέα με τη μελωδία της φωνής της που έφερνε ζεστά δάκρυα στα μάτια, γεννούσαν ένα απόκοσμο τραγούδι που συντρόφευε του μικρού τα όνειρα και τον κρατούσε ασφαλή.

Τα χέρια του γαντζώθηκαν σε μια τούφα από τα κατάμαυρα κατσαρά μαλλιά της και κείνη έσκυψε να φιλήσει το μέτωπο του μικρού, μελαχρινού αγοριού.

~~

Η λάμψη των κεριών φώτιζε τριγύρω τη σπηλιά. Οι δυο τους είχαν πέσει στο στρώμα που βρισκόταν παράμερα, ο Αντρέι είχε γείρει στη ζεστή φωλιά του στέρνου της αγαπημένης του κι εκείνη με τ’ ακροδάχτυλα της σχημάτιζε περίτεχνα μοτίβα πάνω στις τούφες του.

Ένας θλιμμένος αναστεναγμός που έφυγε από τα χείλη του έσπασε την πνιγηρή σιωπή και προκάλεσε την ανησυχία της Θεοφανώς. “Τι σου συμβαίνει;” τον ρώτησε τρυφερά και σαν στεφάνι φόρεσε το χάδι της στο μέτωπο του. “Με πονάει, καρδιά μου. Πονάει να μην τη γνωρίζω. Να μην έχω μνήμες της, να κρατηθώ” εξομολογήθηκε βαριά και μελαγχολικά, ένας αγνός ψίθυρος που μαρτυρούσε τη θλίψη ενός μικρού και αθώου παιδιού.

“Αισθάνομαι συνέχεια πως τη χρειάζομαι, θέλω να τη νιώσω κοντά μου, να βρεθώ στην αγκαλιά της και να ακούσω τις ιστορίες της. Η μόνη εικόνα που έχω από μητέρα είναι η μορφή της Σοφίας. Εκείνη με μεγάλωσε και δε θέλω να την αδικώ, δεν της αξίζει, αλλά- Πονάω πολύ.” Ζεστά δάκρυα θόλωσαν το βλέμμα του
και η φωνή του έσπασε ανάμεσα στις λέξεις.

“Συγχώρα με αγάπη μου. Συγχώρα με που δεν εχω τις απαντήσεις που θα σε κάνουν να ευτυχήσεις.” αποκρίθηκε εκείνη απογοητευμένη, ηττημένη και τον τύλιξε με μια σφιχτή αγκαλιά, μια ανείπωτη υπόσχεση πως δε θα τον άφηνε ποτέ μόνο. Ο Αντρέι άφησε τα δάκρυα του ελεύθερα να πέσουν, να σκεπάσουν το πρόσωπο του και κάθε πόνο του, να στυλώσουν τη φωνή του.

Αφέθηκε στα στοργικά της χέρια και στην αγκαλιά που του χάριζε ηρεμία. “Σώπα ψυχή μου, σώπα” τα δάχτυλα της χάιδεψαν τρυφερά τον λαιμό του, μα κανένα χάδι και καμιά αγκαλιά δεν τον ηρεμούσε. Το μόνο που θα τον γαλήνευε ήταν μια μελωδία, ένα παιδικό νανούρισμα που ξάφνου ξεπήδησε στο νου της Θεοφανώς.

“Χρυσάφι της Ανατολής
Κι ασήμι του πελάγου
ζεστό φιλί ν’ αρματωθείς
κι απ’ το κακό φυλάγου”

Η μελωδική φωνή της σαν εύθραυστος ψίθυρος γέμισε κάθε γωνιά της σπηλιάς και κατάπιε τους λυγμούς του Αντρέι.

“Εγώ θα υφάνω φυλαχτά
στου αλόγου σου τη χαίτη
πουλάκι μου άντρας σαν γενείς
τη μάνα πρόσεχε τη.”

Συνέχισε να τραγουδάει, περνώντας ταυτόχρονα τα δάχτυλα της στα τόξα πάνω από τα μάτια του που έσμιγαν, κάνοντας τη θλίψη του να κρυφτεί στις σκοτεινές σκιές της σπηλιάς. Το τραγούδι δεν είχε ακόμα τελειώσει μα ο Αντρέι είχε κυριευτεί από γαλήνη, μη ξέροντας πως το τραγούδι του ήταν οικείο.

“Κοιμήσου μες στον κόρφο μου
πανώριε αητέ μου
του Ταϋγέτου την κορφή την πιο αψηλή
να διαφεντεύεις γιε μου.”

Λέγοντας και τον τελευταίο στίχο όταν η μελωδία πια ξεθώριασε, έσκυψε και άφησε ένα φιλί πάνω στα στεγνά δάκρυα του αγαπημένου της, ενώ εκείνος παραδόθηκε κουρνιασμένος στην παρηγοριά της αγκαλιάς της κι αποκοιμήθηκε σαν μωρό.

Μάγισσα (μου)Where stories live. Discover now