*** rated M chapter ‼️ (ερωτική σκηνή ΓΙΑ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑΑΑΑ!!!) επειδή εγώ για εσάς δουλεύω. ***
~~~~
Όλη η πλάση είχε σκεπαστεί από την αγκαλιά της βαριάς, σκοτεινής νύχτας. Ήταν πολύ αργά. Δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος, ψυχή δεν τριγυρνούσε στον Πύργο. Μόνο η Θεοφανώ βάδιζε ανάμεσα στους αχνά φωτισμένους διαδρόμους με προορισμό τον ξενώνα, αβέβαιη για το αν ο άνδρας που φιλοξενούσε ήταν ξύπνιος. Παρόλα αυτά πλησίασε την πόρτα του και χτύπησε ελαφρά.
Ο ίδιος προτίμησε να αρκεστεί σε ένα κουρασμένο “Περάστε” αντί να σηκωθεί και να ανοίξει. Η κοπέλα πέρασε μέσα και ήρθε αντιμέτωπη με έναν αναστατωμένο Αντρέι, ντυμένο με το λευκό του πουλόβερ και το φαρδύ του, επίσης λευκό παντελόνι. Είχε στο χέρι του ένα ποτήρι κρασί, το οποίο εγκατέλειψε από το κράτημα του, φανερά ταραγμένος μόλις την είδε. Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του και την πλησίασε ενώ προσπαθούσε με μεγάλη δυσκολία να κρύψει την αναστάτωση στο πρόσωπο του και ακόμα περισσότερο αυτή ανάμεσα στα πόδια του. Δεν το κατόρθωσε…όσον αφορά την πρώτη τουλάχιστον, μα ευχαριστούσε που το σκοτάδι κατάφερνε λιγάκι να καλύψει τη δεύτερη.
“Δεν είχες ύπνο;” ρώτησε εμφανώς ανήσυχος για τον λόγο που εκείνη ήταν ξύπνια τόσο αργά. “Όχι, σε σκεφτόμουν κι ήθελα να σε δω.” του είπε μελαγχολικά, χαρίζοντας ένα φιλί στα χείλη του, πράγμα που δεν ευνόησε καθόλου την αναστάτωση του. “Απ’ ότι καταλαβαίνω ούτε και συ έχεις ύπνο.” συνειδητοποίησε, χωμένη στην αγκαλιά του. “Πράγματι” ψέλλισε, αποφεύγοντας τη ματιά της.
Ήταν αργά, και η Θεοφανώ θα ήταν κουρασμένη τότε. “Τι έχεις; Γιατί δε με κοιτάς;” απόρρησε εκείνη. “Αντρέι…” Ξεφύσηξε. “Και γω σε σκεφτόμουν” μαρτύρησε με κομμένη την ανάσα. “Και που είναι το κακό; Σαν πως εγώ έκανα τίποτα διαφορετικό; Εσένα κυνηγούσε ο νους μου” είπε με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο απλωμένο στα χείλη της. “Δεν είναι μόνο αυτό-” δίστασε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. “Το κορμί μου σε θυμάται, Θεοφανώ, στιγμές που δεν το περιμένω.” της εξομολογήθηκε. Η κοπέλα δεν ήταν τελείως σίγουρη για το τι εννοούσε, μα σίγουρα είχε γνωρίσει τη φλόγα που ταξίδευε στα σωθικά της κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό της, μνήμες από το κράτημα, τα χάδια ή το φιλί του.
“Θέλω να μου δείξεις, Αντρέι.” ψιθύρισε γεμάτη περιέργεια και ανάγκη να καταλάβει. Εκείνος παρέτεινε το χρόνο με μερικές ανάσες, πριν αφεθεί στις αισθήσεις του. Έπειτα κατέβασε το άσπρο ύφασμα του παντελονιού του, ξεγυμνώνοντας τον εαυτό του. Απόλυτα εκτεθειμένος μπροστά στο φλογερό βλέμμα της Η κοπέλα έμεινε να κοιτάζει με δέος την αποκάλυψη. Ξεροκατάπιε κι ανάσανε αργά. “Θες να με βοηθήσεις;” ρώτησε αβέβαια, διστακτικά και κείνη έγνεψε αποφασιστικά καθώς τον κοίταζε με τις φουρτουνιασμένες της θάλασσες.
“Γονάτισε μάτια μου” Μια καταιγίδα άστραψε στα μάτια της ακούγοντας την προσταγή του και αμέσως υπάκουσε. Γονάτισε ανάμεσα στα πόδια του και ύψωσε το βλέμμα της, περιμένοντας την επόμενη εντολή. “Άγγιξε με, καρδιά μου, όπως κάνω εγώ σε σένα.” με αργούς ρυθμούς και φανερή συστολή, λες και τον εξερευνούσε, τον ζύγωσαν τα δυο της δάχτυλα- φαίνεται είχε στο νου της τον δικό του τρόπο να την αγγίζει. Ο Αντρέι γέλασε μέσα απ’ την κομμένη του αναπνοή. Μάζεψε όλα τα δάχτυλα της και τον χάιδεψε. Εκείνος φώλιασε μέσα στην παλάμη της, προκαλώντας του έναν σπασμό. Ο Αντρέι δεν έπαιρνε τα λάγνα μάτια του από πάνω της, όσο εκείνη περιεργαζόταν ή διέσχιζε αργά το μήκος του, με την παλάμη και τα ακροδάχτυλα της.
Μόνο το αχνό φως ενός λύχνου ξωπίσω τους, στόλιζε την κάμαρη. Μόνο το αχνό φως και οι βαριές αναπνοές του. “Φίλησε με- νιώσε με, καρδιά μου.” ψέλλισε. Τα μάτια του τα κρατούσε κλειστά, η αναπνιά του αντηχούσε σε όλο τον σιωπηλό ξενώνα. Εκείνη δε μιλούσε. Πλησίασε το πρόσωπο της κοντά του και άφησε πάνω του ένα αργό, υγρό φιλί, κάνοντας τον να βγάλει έναν ήχο που κι οι δύο τους δεν ειχαν ξανά ακούσει. Έσπευσε αμέσως να κρατήσει το στόμα του κλειστό με το χέρι του, μα ούτε αυτό ήταν αρκετό όταν εκείνη τύλιξε τα ρόδινα χείλη της γύρω του. Τα μάτια του άνοιξαν απότομα, τα γόνατα του λύγισαν, έκανε δυο απελπισμένα βήματα προς τα πίσω, για να στηριχτεί στον τοίχο.
Δεν ήταν όμως αρκετά μακριά. Το στόμα της τον βρήκε ξανά, αφήνοντας τον λαχανιασμένο, ενώ ψιθύριζε ρώσικες βλαστήμιες μέσα απ' τη λαχτάρα του. Το ένα του χέρι στηριζόταν στον τοίχο πίσω του, ενώ το άλλο ήταν ακουμπισμένο πίσω από το κεφάλι της, προτού τα δάχτυλα του προλάβουν να μπλεχτούν αχόρταγα και άσεμνα στις μπούκλες της.
Εκείνη δεν είχε προκάμει να καταπιαστεί με όλο του το μήκος και ούτε τότε το κατάφερε. Δεν ήταν μαθημένη. Παραιτήθηκε για λίγο και γύρισε να τον κοιτάξει. “Είσαι πανέμορφος έτσι, πανάθεμα σε.” εξομολογήθηκε ξέπνοη και επέστρεψε στην προηγούμενη θέση της. Πέρασε τη γλώσσα της από πάνω του, τη στροβίλισε από δω και από κει, επιδέξια μα και συγκρατημένα.
Ο Αντρέι μαζί με την ανάσα του, έχανε και τα λογικά του καθώς κόντευε. Είχε χάσει όλη την αυτοκυριαρχία του, πια μόνο η λαχτάρα του τον πρόσταζε. Δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη από τα βογκητά, να δώσει την επόμενη εντολή του ή έστω μια προειδοποίηση πριν λούσει ξεδιάντροπα τη γλώσσα της με την λευκή του φλόγα. Μα εκείνη δεν την ένοιαξε, τον γεύτηκε πρόθυμη όσο εκείνος πάσχιζε να ηρεμήσει. Ένα ξαναμμένο χάλι.
Σηκώθηκε στα πόδια της και κράτησε το πρόσωπο του στο χέρι της. Έπειτα του χάρισε ένα φιλί, επιτρέποντας να γευτεί τον εαυτό του πάνω στα χείλη της. Την κράτησε στην αγκαλιά του ψελλίζοντας ένα “Σ’ ευχαριστώ μάτια μου”
Αμαρτωλός σύμβουλος ο πόθος, σκέφτηκε
YOU ARE READING
Μάγισσα (μου)
Fanfictionone-shot ιστορίες και σενάρια βασισμένα στη σειρά του ΑΝΤ1 «Μάγισσα».