κεφάλαιο 30

595 31 14
                                    

ΆΛΕΞ

Η Νάντια κοιμάται ήρεμη στο κρεβάτι, προσέχω να μην την ξυπνήσω και σηκώνομαι, φοράω τα ρούχα μου και βγαίνω αργά από το δωμάτιο. Πρέπει να αλλάξω, όμως δεν μπορώ να πάω στο υπνοδωμάτιο μου, η Βίβιαν λογικά θα κοιμάται, αλλά εάν τυχόν ξυπνήσει δεν είμαι σε θέση να της δώσω εξηγήσεις αυτή την στιγμή. Κάποτε πρέπει να ξεκαθαρίσεις την κατάσταση, φωνάζει το υποσυνείδητο μου, όχι τώρα όμως. Ελπίζω ο Κάρτερ να βρει κάτι, γιατί δεν μπορώ να περιμένω για πάντα, πρέπει να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου.

Κατεβαίνω τις σκάλες, προχωράω προς την τραπεζαρία και έπειτα την κουζίνα, ησυχία επικρατεί και μόνο ο ήχος από τα ξύλα που κάνε στο τζάκι ακούγονται. Παλιά μου άρεσε να κάθομαι στον καναπέ, διαβάζοντας κάποιο βιβλίο, από την συλλογή της μητέρας μου όσο αυτή μαγείρευε και οι μυρωδιές γέμιζαν το δωμάτιο. Ακόμα νοιώθω τα αρώματα των φαγητών στην μύτη μου, όμως από τότε έχουν περάσει χρόνια...

Η θέα προς την λίμνη είναι μαγική και από εδώ, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου σε λίγα λεπτά θα κάνουν την εμφάνιση τους γεμίζοντας το δωμάτιο με φως. Πηγαίνω προς την κουζίνα και την νησίδα, ανοίγω ένα από τα ντουλάπια και πιάνω μια κούπα, βάζω σε λειτουργεία την μηχανή του καφέ και περιμένω μέχρι να τρέξει ο ζεστός καφές.

Πιάνω την κούπα στα χέρια μου και πίνω μερικές μερικές γουλιές ακουμπώντας την πλάτη μου στην νησίδα. <<Άλεξ>> η φωνή της Μαίρης ακούγετε πίσω μου, <<Τι κάνες τέτοια ώρα ξύπνιος αγόρι μου;>> με πλησιάζει και χαμογελάω. Η Μαίρη είναι χρόνια στην δούλεψη μας και την αισθάνομαι σαν δεύτερη μητέρα μου, ίσως και πάνω από την Ρόζα - την βιολογική μου. <<Τι σε βασανίζει;>> την κοιτάζω καθώς πάντα είχε το χάρισμα να διαβάζει το μυαλό μου. <<Πολλά...>> αναστενάζω και κουνάει το κεφάλι της <<Κάτι έχω καταλάβει και αν υπολογίσουμε πως εσύ πήγες να βρεις χθες την Νάντια και όχι ο αδελφός σου μάλλον είναι πιο σοβαρά τα πράγματα απ' όσο δείχνουν>> σχολιάζει και πίνω από τον καφέ μου.

<<Κάτσε>> δείχνει το γυάλινο τραπέζι με τις τέσσερις καρέκλες που υπάρχει δίπλα από τις τζαμαρίες <<Έλεγα να πήγαινα στο γραφείο μου>> απαντάω καθώς δεν θέλω να μιλήσω... <<Μίλησα, βάζω καφέ και έρχομαι, έχεις ώρα για να κλειστείς μέσα στο γραφείο σου, ακόμα δεν έχει ξημερώσει>> χαμογελάω και πηγαίνω προς το τραπέζι.

Λίγα λεπτά αργότερα η Μαίρη κάθετε απέναντι μου <<Μίλησε μου, ξέρεις πως ότι και να μου πεις ποτέ δεν μιλούσα στην Ρόζα ή στον Ραφαέλ>> έχει δίκιο. Από μικρό παιδάκι ότι και να της έλεγα δεν το αποκάλυπτε ποτέ στους γονείς μου, ακόμα θυμάμαι όταν είχα πάρει κρυφά το αμάξι του πατέρα μου μαζί με τον Γουίλ και το χτυπήσαμε, μας είχε δει, αλλά δεν το είπε ποτέ. Εάν το είχε κάνει σίγουρα θα το πληρώναμε ακριβά...

No LimitsWhere stories live. Discover now