Ύστερα από λίγη ώρα, άκουσα πατημασιές και γαυγίσματα.
«Μπράβο, έχεις πολλά κότσια τελικά, έφτασες πιο μακριά από όλες,» τον άκουσα να λέει πάνω από το κεφάλι μου.
Με έβγαλε από την τρύπα και αφού μου έβαλε ένα δερμάτινο choker με δερμάτινο λουρί, άρχισε να με τραβάει πάλι πίσω στο σπίτι. Δεν έκανα ούτε δέκα βήματα όταν κατέρρευσα.
«Χρειάζομαι νερό, σε εκλιπαρώ.»
Άνοιξε την τσάντα του. Στην αρχή φοβήθηκα ότι θα με σκότωνε, αλλά τελικά έβγαλε ένα μεγάλο μπουκάλι νερό και μου το πέταξε. Το ήπια με τέτοια λαχτάρα που δεν κατάλαβα πότε άδειασα το μπουκάλι. Με τράβηξε με δύναμη από το λαιμό και συνέχισα να περπατάω.
Καμιά ώρα αργότερα φτάσαμε στο ξέφωτο. Προσπέρασε τον στάβλο που με είχε και προχώρησε προς το σπίτι. Μπήκαμε μέσα και το διασχίσαμε κατά μήκος, βγαίνοντας στην πίσω αυλή.
«Κάτσε,» με διέταξε και αμέσως κάθισα στα σκαλιά. Αφού μου έδεσε το πόδι με μια αλυσίδα, έφυγε από μπροστά μου και γύρισε κρατώντας ένα τραπέζι με χειροπέδες. Ήρθε κοντά μου, έλυσε την αλυσίδα και με τράβηξε μπροστά στο τραπέζι. Μου έσκισε τα ρούχα και με ξάπλωσε με την κοιλιά στο τραπέζι, έδεσε τα χέρια μου και τα πόδια σε κάθε άκρο του τραπεζιού και τότε μόνο μου έβγαλε το choker.
Όταν σιγουρεύτηκε ότι με έχει δέσει καλά, εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι και γύρισε λίγα λεπτά αργότερα κρατώντας έναν κουβά και ένα μαστίγιο. Γέμισε τον κουβά με νερό και τον άδειασε πάνω μου, με αποτέλεσμα να παγώσω ολόκληρη αφού ο κουβάς είχε παγάκια μέσα.
Ύστερα έπιασε το μαστίγιο και άρχισε να με χτυπάει στην ήδη κοκκινισμένη πλάτη μου. Δεν γνωρίζω πόση ώρα ούρλιαζα από τον πόνο. Μπορεί να ήταν 2 λεπτά, μπορεί και 20. Το κάψιμο από το μαστίγιο διαπερνούσε κάθε ίνα του κορμιού μου, και κάποιες στιγμές με έκανε να χάνω και τις αισθήσεις μου.
Το επόμενο χτύπημα όμως με ξανάφερνε στο απαίσιο μέρος από το οποίο προσπαθούσα να γλυτώσω, έστω και νοητά. Όταν κουράστηκε (ή μήπως βαρέθηκε;) να με χτυπάει με το μαστίγιο, το άφησε κάτω και στάθηκε από πάνω μου κοιτάζοντάς με. Δεν ξέρω αν περίμενε κάποια απάντηση από μένα ή αν απλά ήθελε να με ακούει να κλαψουρίζω από τον πόνο και την ταλαιπωρία.
«Δεν μπορώ να αποφασίσω τι να κάνω μαζί σου. Μπορώ να πω ότι με έχεις εντυπωσιάσει με τις αντοχές σου. Άλλη στη θέση σου θα με εκλιπαρούσε να την αφήσω και να μην την πειράξω.»
Δεν μπορούσα να τον δω έτσι όπως ήμουν δεμένη, αλλά ένιωθα το βλέμμα του να κοιτάζει σπιθαμή προς σπιθαμή το κορμί μου. Κατέβηκε στα γόνατα και έπιασε το πηγούνι μου ώστε να με κοιτάζει στα μάτια.
«Επειδή δεν συμβαίνει συχνά να χαίρομαι, θα σου κάνω ένα δώρο. Δεν θα αφήσω κανέναν άλλο να σε αγγίξει παρά μόνο εγώ και άμα είσαι καλό κοριτσάκι, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα.»
Δεν μπορούσα να πω κουβέντα, ήμουν τόσο εξαντλημένη που απλά ήθελα να λιποθυμήσω. Τότε τον άκουσα ξανά να φωνάζει στην άλλη κοπέλα.
«Ηλίθια, έλα εδώ.»
«Μάλιστα, πείτε μου;» είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Θα την πλύνεις και θα την φροντίσεις και μετά θα την δέσεις στο κρεβάτι του ξενώνα, κατάλαβες;»
«Μάλιστα, αφέντη, κατάλαβα.»
«Ωραία, άντε ξεκίνα τι κάθεσαι.»
Η κοπέλα με έλυσε από το τραπέζι και μόνη της με κουβάλησε μέχρι ένα σκυθρωπό δωμάτιο, που ίσως κάποτε είχε ένα παράθυρο ενώ τώρα ήταν κλεισμένο με τούβλο. Μύριζε τόσο έντονα υγρασία που με επανάφερε στην πραγματικότητα.
Με ξάπλωσε με την κοιλιά στο στρώμα και άρχισε να καθαρίζει την πλάτη με όσο πιο απαλές κινήσεις μπορούσε, αλλά οι πληγές ήταν τόσο βαθιές που πονούσα με το παραμικρό. Όταν τελείωσε με τον καθαρισμό, σκέπασε τις πληγές μου με επιδέσμους και έφυγε κλειδώνοντας το δωμάτιο πίσω της. Την επόμενη μέρα που ξαναμπήκε στο δωμάτιο, με βρήκε να ψήνομαι στον πυρετό.
YOU ARE READING
Captive in Hell #TDASG2024
Mystery / ThrillerΑντί για περιληψη θα σας πω λίγα λογία. Είναι η πρώτη ιστορία που γραφω και είναι θρίλερ -μυστήριο και θέλω την γνώμη και την επιείκεια σας, είμαι συγγραφέας του ρομαντικού οπότε αήθεια θα ήθελα την γνώμη σας ώστε να ξερω να κανω της απαραίτητες...