Κεφάλαιο 13

9 2 0
                                    

       Το παγωμένο νερό με επανάφερε στην πραγματικότητα, άνοιξα τα μάτια μου και ανακάλυψα ότι ήμουν δεμένη σε ένα πάσαλο στο κέντρο της αυλής. Οι κοπέλες ήταν ακόμα γονατισμένες η μια διπλά στην άλλη με τα κεφάλια τους να κοιτάνε το χώμα και γύρω μου ήταν όλοι εργάτες του αφέντη και αυτός στεκόταν μπροστά μου.

« Επιτέλους η πριγκίπισσα μας έκανε την τιμή να ξυπνήσει» φώναξε ο αφέντης, η φωνή του αντηχούσε στον χώρο. «Ένα σκουπίδι σαν εσένα δεν πρόκειται να μου χαλάσει έμενα τον ρατζο.» φύσηξε το καπνό από το τσιγάρο που κάπνιζε και έπειτα το έσβησε πάνω μου. « Τα σκουπίδια με τα σκουπίδια.»

     Δεν αντέδρασα κάτι που τον έκανε έξαλλο, μου κλώτσησε το σπασμένο πόδι. Ήξερα το ότι να φωνάξω από τον πόνο τον ευχαριστούσε άλλα αφού έτσι και αλλιώς ήμουν τελειωμένει δεν θα του έδινα την ευχαρίστηση.

« Φώναξε παλιό σκρόφα, γιατί αλλιώς θα σου κόψω την γλώσσα» φώναξε εκνευρισμένος. Έπιασε το σαγόνι και ήρθε δυο εκατοστά από το πρόσωπο μου, εκεί την στιγμή τον έφτυσα.

     Κόκκινος από όργιο απομακρύνθηκε από κοντά, έβγαλε το όπλο του από την θήκη και μου έριξε στο καλό το πόδι.

« Θα μπορούσα να σε σκοτώσω με μια σφαίρα άλλα θέλω να πεθάνεις αργά και βασανίστηκα.» με έφτυσε στο πρόσωπο και έφυγε προς στα μέσα δινόταν εντολή να με βασανίσουν μέχρι την τελευταία πνοή.

     Ένας από του εργάτες ήρθε κοντά και μου έσκισε αυτό το ελάχιστο ύφασμα που κάλυπτε κάποια σημεία του κορμιού, αφού με χάιδεψε παντού έβγαλε την σιδερογροθιά από το παντελόνι και άρχισε να με βαράει στο στομάχι.

    Όλο το αίμα είχε μαζευτεί στο στόμα. Σήκωσα με μεγάλη δυσκολία το κεφάλι μου και το έφτυσα πάνω του, με κοίταξε με μίσος, σκουπίστηκε με μια πετσέτα και μου έριξε μια μπούνια στο πρόσωπο.

    Ύστερα από αυτό σταμάτησα να ακούω το οτιδήποτε, μύριζα και ένιωθα το αίμα να τρέχει από διάφορα σημεία του σώματος μου άλλα πλέον δεν με ένοιαζε. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα με την φαντασία μου να γυρίσω πίσω, στην πραγματική ζωή.

     Εκεί που σπούδαζα στο πανεπιστήμιο, στην λέσχη με τους φίλους μου ακόμα και στα οικογενειακά τραπέζια που τόσο πολύ τα βαριόμουν. Στους ανθρώπους που με αγαπούσα και ξαφνικά με έχασαν από την ζωή τους χωρίς να ξέρουν το γιατί ; και το πως;

     Ένιωσα κάτι αιχμηρό στο πρόσωπο μου, που με ανάγκασε να ανοίξω τα μάτια μου ώστε να δω ένα στιλέτο να με χαράζει από το αριστερό μάτι και να κατεβαίνει προς την καρωτίδα μου. Σε εκείνο το σημείο ένιωσα το μαχαίρι να φεύγει από το πρόσωπο μου και να καρφώνεται 4 φορές στο σώμα μου, δυο στην κοιλιά και μια σε κάθε πόδι.

    Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα πια εκτός από την ακοή μου είχα αρχίσει να χάνω και την όραση μου, το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν το αφέντη να κλωτσάει της άλλες κοπέλες προς το σπίτι και μετά μαύρο.

     Ξαφνικά ένιωθα ανάλαφρη τα δεσμά μου είχαν χαθεί και εγώ ένιωθα υγιεινότατη. Βρισκόμουν στο κεντρικό δρόμο της πανεπιστημιούπολης, ήταν βράδυ και η έβλεπα τον εαυτό μου να βγαίνει από την λέσχη και να χαιρέτα τους φίλους της προχωρώντας προς το δωμάτιο της.

    Ο εαυτός μου πήγαινε μπροστά και εγώ από πίσω παρακολουθούσα σαν να είμαι θεατής από ταινία τρόμο μου, όταν είδα δυο από τους εργάτες να με σταματάνε να προσπαθούν να μου πιάσουν κουβέντα. Εγώ να φοβάμαι για την ζωή μου, οπότε ενστικτωδώς χαστούκισα τον ένα από αυτούς και έφυγα τρέχοντας.

    Το σκηνικό ξαφνικά άλλαξε βλέπω τον εαυτό μου να βγαίνει από τον μπάνιο και να ξαπλώνει στο κρεβάτι της. Με έβλεπα να κοιμάμαι βαθειά, ούτε καν το παράθυρο που άνοιξε δεν άκουσα, είδα τους δυο τύπους από πριν να μπαίνουν μέσα και αφού μου έκαναν μια ένεση με φόρτωσα στην πλάτη και έφυγαν.

     Το σκηνικό άλλαξε για άλλη μια φορά. Τώρα έβλεπα τον εαυτό μου να αργοπεθαίνει στον στυλό, ανήμπορος να κινηθεί ή να μιλήσει. Ο αφέντης στεκόταν μπροστά μου, καπνίζοντας αργά και με κοιτούσε γελώντας. Με πλησίασε, φυσώντας τον καπνό προς το πρόσωπό μου. Αλλά άψυχο σώμα μου δεν μπορούσα να αντιδρούσε.

Ήξερα ότι όλα τελείωναν.

Είχα πεθάνει.

Captive in Hell #TDASG2024Where stories live. Discover now