Κεφάλαιο 12

19 4 2
                                    

     Έτρεχα ανάμεσα στα δέντρα προσπαθώντας να καταλάβω προς πια κατεύθυνση ήταν το ποτάμι ή ακόμα και ο δρόμος ώστε να προλάβω να σωθώ.

       Από τον φόβο και την εξάντληση, είχα αρχίσει να έχω δύσπνοια άλλα δεν θα το άφηνα να με κερδίσει. Αυτή την φόρα εγώ θα ήμουν η νικήτρια όχι το σώμα μου, ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει με αποτέλεσμα να μην έχω καλή ορατότητα.

       Ήμουν σίγουρη ότι είχαν ανακάλυψή την απουσία μου και την στιγμή που θα γύριζε ο αφέντης θα με έπαιρνε στο κατόπι με τα κυνηγόσκυλα του. Έτρεχα όσο ποιο γρήγορα μπορούσε να πάει ένα εξαντλημένος άνθρωπος άλλα τελικά ο μεγαλύτερος εχθρός μου ήταν ο ήλιος και όχι τα σκυλιά.

     Όταν πλέον ο ήλιος έδυσε, έπεσε το σκοτάδι αφού το δάσος ήταν πολύ πυκνό και δεν μπορούσε να περάσει το φως του φεγγαριού. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν να μην βλέπω στα δυο μετρά μακριά από έμενα.  

    Τα μάτια είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι, όταν επιτέλους είδα το δάσος να τελειώνει. Είχα κατάφερα να φτάσω στο ποτάμι, μπροστά μου ήταν ο ένας μικρός καταρράκτης γύρω στα τρία μετρά ύψος άλλα αυτή την στιγμή δεν με ένοιαζε τίποτα.

       Έκανα πίσω λίγα βήματα και άρχισα να τρέχω προς τον γκρεμό, έδωσε ένα κάλο άλμα και πήδηξα. Περίμενα να νιώσω τον αέρα του κενού και το δροσερό νερό από το ποτάμι. Αντίθετα ένιωσα ένα δυνατό χέρι να με αρπάζει και να με ρίχνει στο έδαφος, η πρόσκρουση με το έδαφος.

      Μου έσπασε το πόδι σε δυο σημεία, με έμενα να ουρλιάζω από τον πόνο. Κοίταξα προς τα επάνω και είδα τον αφέντη να κρατάει τα τρία από τα πέντε κυνηγόσκυλα του, το πρόσωπό του ήταν γεμάτο μίσος και σαδιστική χαρά.

«Νόμιζες ότι θα ξέφευγες έτσι εύκολα, ε;» μου είπε, αφήνοντας ένα σκυλί να με πλησίαση τόσο που νόμιζα ότι θα με δάγκωνε τελικά το τράβηξε πίσω.

« Δέστε την και κουβαλήστε την πίσω στην αυλή. Καιρός να της μάθουμε πως αντιμετωπίζουμε τέτοια σκουπίδια σαν αυτή»

Προσπάθησα να παλέψω, αλλά οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει. Ο εργάτης με έδεσε με χοντρά σχοινιά και με έσυρε πίσω στην αυλή. Το κεφάλι μου γύριζε και τα μάτια μου θόλωναν καθώς συνειδητοποιούσα την μοίρα που με περίμενε.

      Μόλις φτάσαμε πίσω, ο αφέντης στεκόταν στην πόρτα με το πρόσωπό του σκοτεινό και απειλητικό. Οι άλλοι εργάτες είχα συγκεντρωθεί γύρω του, ενώ οι κοπέλες ήταν με τα γόνατα στο χώμα και τα χεριά στο κεφάλι.

« Αυτή τόλμησε να αποδράσεις» φώναξε ο αφέντης, η φωνή του αντηχούσε στον χώρο. «Θα σου δείξω εγώ τι σημαίνει να προσπαθείς να ξεφύγεις από εμένα.»

       Με σήκωσε από χοντρά σχοινιά και με κρέμασε ανάποδα διπλά στα σφαγμένα ζώα, ενώ τον άκουσα να γαυγίζει μια εντολή στης άλλες κοπέλες. Ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν λιποθυμήσω.

Captive in Hell #TDASG2024Where stories live. Discover now