Κεφάλαιο 10.

301 46 0
                                    

Ράνια:
Οι γονείς μου όπως πάντα λείπουν από το σπίτι και η Πέιζλυ είναι σε μια φίλη της για ένα θεατρικό που θέλει να ετοιμάσει. Γι'αυτό είμαι πάλι καθισμένη στην κούνια της αυλής μας ήρεμη πια και ζωγραφίζω με μεγάλη λεπτομέρεια ένα κοκοφοίνικα ο οποίος δεν φαίνεται όσο ανθισμένος όσο οι άλλοι της παραλίας. Φαίνεται ξεχωριστός. Αντί για πράσινα μεγάλα φύλλα, τα φύλλα του είναι κίτρινα, ξερά και μικρά. Είναι πιο κοντός από τους άλλους, αλλά αυτό δεν τον μειονεκτεί. Είναι απλώς διαφορετικός.
<<Έτσι είμαστε και εμείς. Ο καθένας είναι τόσο διαφορετικός αλλά και όμοιος παράλληλα, ωραίος με το δικό του ξεχωριστό τρόπο>>λέει μια φωνή σα να διάβασε τις σκέψεις μου.
Γυρίσω απότομα και κοιτάζω κατάματα τα βαθύ πράσινα μάτια του Ντάνιελ που κάθεται δίπλα μου στην κούνια και το ίδιο κάνει και ο Ντάνιελ. Τι βλέπει άραγε στα συνηθισμένα καφέ μάτια μου;
<<Άμα θες μπορώ να σε αφήσω μόνη>>απολογείται για την αναπάντεχη επίσκεψή του.
<<Δεν θέλω, μείνε>>λέω απαλά.
<<Βασικά ήρθα να σου δώσω αυτό>>.
Βγάζει από την τσέπη του πράσινου φούτερ του ενα μπλε μαρκαδόρο και μου τον δίνει. Τα δάχτυλα μας συναντώνται. Με κοιτάει ξανά στα μάτια, αλλά εγώ κατεβάζω το βλέμμα.
<<Τον είχες αφήσει στην αίθουσα που έφυγες βιαστικά>>λέει θλιμμένα.
<<Ευχαριστώ>>λέω και σηκώνω το βλέμμα μου. Παρατηρώ τον Ντάνιελ. Φαίνεται χαμένος. Κοιτάζει τη φουρτουνιασμένη θάλλασα αόριστα. Σηκώνεται από δίπλα μου μετά από λίγο, με κοιτάζει και λέει:
<<Τα λέμε Όρι>>. Και χωρίς να περιμένει απάντηση απομακρύνεται αφήνοντας με μόνη.
<<Τα λέμε Ντάνυ>>ψιθυρίζω και τον χάνω από τα μάτια μου.

Ντάνιελ:
Κοιτάζω τη Ράνια για τελευταία φορά και χάνομαι ανάμεσα στα σπίτια. Σε πέντε λεπτά φτανω σπίτι μου. Ξεκλειδώνω, μπαίνω μέσα, βγάζω τα παπούτσια μου όπως συνήθιζα να κάνω όταν ζούσαν οι γονείς μου και ανάβω τη θέρμανση. Φτιάχνω γρήγορα μια σαλάτα να τη φάω μαζί με τη μεσημεριανή μπριζόλα μου η οποία έχει ίδια γεύση με το κάρβουνο(ποτέ δεν ήμουν καλός ψήστης) και κάθομαι στο τραπέζι μπροστά στην τηλεόραση. Άμα δεν ένιωθα τόσο μόνος, θα την άναβα, αλλά δεν το κάνω. Πρώτη φορά νιώθω τόσο μόνος με ένα κενό το οποίο αδυνατώ να καλύψω. Η διάθεση μου είναι χάλια. Δεν τελειώνω το γεύμα μου και ξαπλώνω στον καναπέ όπου προτού το καταλάβω αποκοιμιέμαι.

Κίτρινοι ΔαίμονεςWhere stories live. Discover now