Κεφάλαιο 16.

297 38 4
                                    

Ράνια:
Μπαίνουμε μέσα στο σπίτι. Το πρώτο δωμάτιο του σπιτιού είναι ένα μικρό χολ με έναν πίνακα αφηρημένης τέχνης(τα χρώματα είναι τόσο ζωηρά που θέλω να χαθώ μέσα τους) και ένα έπιπλο όπου είναι τοποθετημένες φωτογραφίες της οικογένειας. Μετά ακολουθεί το σαλόνι, ένα τεράστιο σαλόνι με έναν εξίσου τεράστιο καναπέ που χωράει και 20 άτομα και μια τραπεζαρία με 6 ασορτί καρέκλες. Κάτω από την τραπεζαρία είναι κρυμμένος ο Σεγκ το παιδί που μου περιέγραφε ο Ντάνιελ. Ο Ντάνιελ πλησιάζει την τραπεζαρία, γονατίζει και κάτι λέει στον μικρό που εγώ δεν μπορώ να ακούσω. Εγώ μένω να παρατηρώ το νεοκλασσικό σπίτι, όταν ο Σεγκ βγαίνει από την κρυψώνα του χωμένος στην αγκαλιά του Ντάνιελ.
<<Από δω η Ράνια>>λέει στον Σεγκ.
<<Χάρηκα>>λέω και του πιάνω το χεράκι του.
<<Θα ντρέπεται μπροστά σε μια τόσο ωραία κοπέλα γι αυτό δεν μιλάει>>απολογείται ο Ντάνιελ κάνοντας με να χαμογελάσω.
<<Τι λες Σεγκ να δώσουμε ένα φιλί στην ωραία κοπελίτσα;>>
<<Ναιι>>μιλάει για πρώτη φορά ο Σεγκ.
Ο Ντάνιελ έρχεται στα δεξιά μου και κρατώντας ακόμη τον Σεγκ τον φέρνει στα αριστερά μου.
<<Με το τρία. Ένα, δύο, τριαααα>>λέει ο Ντάνιελ και μου σκάει ένα φιλάκι στο δεξί μου μάγουλο, ενώ παράλληλα ο Σεγκ με σαλιώνει στο αριστερό.
Κλείνω τα μάτια και για αυτά τα δευτερόλεπτα που διήρκησε αυτή η στιγμή, φαντάζομαι πως θα τη ζωγράφιζα. Ήταν όμως πολύ καλό για να κρατήσει πολύ.
<<Λοιπόν τι θέλετε να κάνουμε τώρα;>>ρωτάει ο Ντάνιελ.
<<Να παίκθουμε με τα αυτοκινητάκια μου>>λέει, τρέχει ως το επόμενο δωμάτιο και μας φέρνει το κουτί που φυλάει τα αμαξάκια του.<<Εθύ Λάνια θα πάλειθ το λόδ(μου δίνει ένα ροζ αμαξάκι) και εθύ Ντάνιελ το μπλε>>.
Αυτός πέρνει ένα μαύρο με κόκκινες φλόγες και κάνει ήχους για να δείξει το ποσό γρήγορο είναι το αυτοκινητάκι του. Το ίδιο κάνει και ο Ντάνιελ κάνοντας με να ξεκαρδιστώ. "Τα αγόρια δεν μεγαλώνουν ποτέ" σκέφτομαι και τους μιμούμε.

Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Στις 5 ήρθε η κυρία Σάρα και φύγαμε. Ο Σεγκ πρέπει να με συμπάθησε πολύ αφού είχε γραπωθεί από το πόδι μου και δεν με άφηνε να φύγω! Τώρα είμαι μαζί με τον Ντάνιελ στην πόλη μας και με συνοδεύει σπίτι. Όταν φτάνουμε, κάθεται στην κούνια και κάθομαι δίπλα του. Εκείνος σηκώνεται και πάει πίσω μου και τη σπρώχνει. Ακούγεται ένα ελαφρό τριξιματάκι.
<<Είναι λίγο παλιά>>δικαιλογούμαι.
<<Όταν γεννήθηκες την αγόρασαν οι γονείς σου;>>
<<Ναι αν και βασικά ο πατέρας μου την έφτιαξε. Την έχει κάνει αρκετά καλή ε;>>
<<Ναι τέλεια...και δεν είναι το μόνο τέλειο σε αυτό το σπίτι>>.
Από την αίσθηση ότι μπορεί να εννοούσε εμένα κοκκινίζω. Τότε βγαίνει η Πέιζλυ από το σπίτι.
<<Ράνια αγόρασ....εεε γεια>>λέει όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία του Ντάνιελ.
<<Γεια σου>>αποκρίνεται.<<Ντάνιελ>>.
<<Πέιζλυ>>λέει και κάθεται δίπλα μου στην κούνια.<<Μας κουνάς πολύ γρήγορα;>>
<<Έγινε>>της απαντάει και αρχίζει να μας κουνάει γρήγορα.
Η Πέιζλυ γελάει με τη ψυχή της, ενώ εγώ κρατιέμαι όσο καλύτερα μπορώ να μην πέσω και εύχομαι να μην γκρεμιστεί η κούνια. Μα πόση δύναμη έχει κι αυτός; Υπερανθρώπινη σκέφτομαι και γελάω με τη χαζή μου ιδέα.
<<Τέλος το μπειμπισίτινγκ για σήμερα>>λέει και σταματάει. Σωριάζεται σε μια καρέκλα της αυλής μας και η Πέιζλυ τρέχει και κάθεται πάνω στα γόνατά του.
<<Είσαι το αγόρι της Ράνιας;>>
<<Κάποιος άλλος να μας ρωτήσει το ίδιο σήμερα;>>ρωτάω ειρωνικά.
<<Χαχα, όχι Πέιζλυ>>.
<<Α κρίμα...ταιριάζεται πάντως πιο πολύ από το Μίκυ>>.
<<Μα αφού σου έχω πει δεν μου αρέσει ο Μίκυ>>.
<<Άστα αυτά Ράνια>>με προκαλεί ο Ντάνιελ.
<<Εσένα Ντάνιελ ποια σου αρέσει;>>
<<Πέιζλυ τι τον ρωτάς τον άνθρωπο;>>
<<Καλά, καλά σταματάω>>λέει και πάει προς την πόρτα.<<Φεύγω γειααα>>.
<<Λέω να πηγαίνω κι εγώ>>ανακοινώνει ο Ντάνιελ.
<<Τα λέμε αύριο>>. Ήδη νιώθω την απώλεια του.
Με πλησιάζει, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και παίρνει τη τούφα που έχω μονίμως μπροστά στα μάτια μου, τη βάζει πίσω από το αυτί μου και μου δίνει ένα απαλό φιλί στο μάγουλο.
<<Από το Σεγκ>>ψιθυρίζει δίπλα στο μάγουλό μου και φεύγει.

Κίτρινοι ΔαίμονεςTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon