Κεφάλαιο 1.

742 78 3
                                    

Τέταρτη 17 Νοεμβρίου
Ράνια:
<< Τί θα γίνει ρε Ράνια θα αργήσεις κι άλλο;>> ουρλιάζει ή μικρή μου αδερφή Πέιζλυ.
<<Εγώ φταίω ή το καθυστερημένο που χρησιμοποιεί όλο το ζεστό νερό;>> της αντιγυρίζω εγώ.
Η Πέιζλυ βγάζει έναν ήχο σαν μουγκρητό και υποχωρεί, κατεβαίνοντας με θόρυβο τις σκάλες για να πάει στην κουζίνα. Αφού φεύγει συνεχίζω εγώ ανενόχλητη το μπάνιο μου, καθυστερώντας λίγο επίτηδες για να της την σπάσω, και κατεβαίνω και εγώ στην κουζίνα. Η μαμά είχε μια δουλειά στην πόλη και έφυγε πριν ξυπνίσουμε έχοντας φτιάξει από ότι βλέπω πρωινό (Να θυμηθώ να την ευχαριστήσω που γλίτωσα τη γκρίνια της Πέιζλυ). Παίρνω ένα πλαστικό μπλε μπολ από το ντουλάπι πάνω από τον νεροχύτη, βγάζω το χάρτινο πακέτο με τα αγαπημένα μου πολύχρωμα δημητριακά που η μαμά ξέχασε να βγάλει και καταβροχθίζω το πρωινό μου.
<<Σα γουρούνι τρως ρε Ράνια έλεος θα ξεράσω>>.
<<Πέιζλυ τι θα γίνει θα με αφήσεις σήμερα ήσυχη ή όρεξη έχεις;>>
<<Μπλιαχ μιλάς και με το στόμα γεμάτο>>.
<<Ειλικρινά βρε Πέιζλυ τι έχεις;>>
<< Τίποτα! >>
<<Καλα δεν σε πιέζω...θα τη φας όλη τη φρυγανιά με τη μαρμελάδα;>>
<<Μπααα φα τη γουρουνίτσα>> και με αυτά τα λόγια φεύγει από το τραπέζι.
''Εκείνη χάνει'' σκέφτομαι και χαμογελάω πονηρά.
Μαζεύω τα πιάτα και τα ποτήρια, τα ξεβγάζω, τα τοποθετώ σιγά σιγά στο πλυντήριο πιάτων και τότε χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού, τρομάζοντας με. Μου πέφτει το τελευταίο πιάτο κάτω και γίνεται θρύψαλα.
<<Παλιοκούδουνο!! Μα ποιος να είναι τέτοια ωρα, δεν μπορώ να μείνω λίγο ήσυχη;>>
Ανοίγω τη πόρτα με φορά και αντικρίζω ένα νεαρό στην ηλικία μου με ασπροκόκκινη ζακέτα, μαύρο παντελόνι μια ελεκτρίκ σχολική τσάντα και ατίθασα σκουρόχρωμα μαλλιά.
<<Συγγνώμη άμα ενοχλώ!>> απολογείται εκείνος.<<Ήθελα απλώς να κάνω μια ερώτηση>>.
<< Παρακαλώ>>.
<<Είμαι καινούργιος εδώ μόλις μετακόμισα στη γωνία του δρόμου ( μου δείχνει με το δάχτυλο του ένα σπίτι στο βάθος του δρόμου) και ήθελα να ρωτήσω πως να πάω στο γυμνάσιο Μέντες>>.
<<Βασικά και εγώ εκεί πάω περίμενε πέντε λεπτά και είμαι έτοιμη να πάμε μαζί... Θες να περιμένεις μέσα;>> ρωτάω από ευγένεια.
<<Όχι ευχαριστώ θα περιμένω εδώ>> λέει και κάθεται στη κούνια της αυλής μας.
Κλείνω την πόρτα απαλά, παίρνω το σάκο και τα all star μου και φωνάζω στη Πέιζλυ πως φεύγω.
<<Τα λέμε γουρουνίτσα!>>
<<Τα λέμε Πέιζλυ>>.


Κίτρινοι ΔαίμονεςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang