Κεφάλαιο 11.

302 45 0
                                    

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου
Ράνια:
Σήμερα το πρωί είχα κανονίσει με τον Μίκυ να πάμε μαζί σχολείο μιας και μένουμε αρκετά κοντά γι'αυτό και ντύνομαι γρήγορα, τρώω 5 μπάρες δημητριακών με σοκολάτα(μα γιατί τρώω τόσο πολύ;) και παίρνω το παλτό μου. Όπως πάω να βγω από το σπίτι μετράω μέχρι το 30 ελπίζοντας άδικα να ακούσω το κουδούνι να χτυπάει και έξω από την πόρτα να είναι ο Ντάνιελ, αλλά δυστυχώς αυτή η στιγμή δεν ήρθε εκείνο το πρωί και μάλλον δεν θα ξανάρθει..αλλά τι με νοιάζει ο Ντάνιελ ούτως ή άλλως;
<<Καλημέρα Μίκυ>>
<<Καλημέρα Ράνια, πως πάει;>>
<<Μια χαρά>>λέω υποτιθέμενα χαρούμενα παραλείποντας το χθεσινό συμβάν με το Ντάνιελ.
<<Έχεις κάτι είμαι σίγουρος>>λέει και με παίρνει αγκαλιά.
Μένω από αυτήν του την κίνηση αλλά τον αγκαλιάζω και εγώ, εξάλλου κολλητοί είμαστε. Με σφίγγει και εγώ τοποθετώ το πρόσωπό μου στο σβέρκο του που μυρίζει υπέροχα. Αφήνω το άρωμα να με μεθύσει για να ξεχαστώ αλλά από ποιο πράγμα; Η συμπεριφορά του Ντάνιελ δεν με σύγχησε ούτε με στενοχώρησε. Τι αισθάνομαι για εκείνον;
<<Ξέρω πως αυτή τη στιγμή κάνεις το γνωστό σου διάλογο με τον εαυτό σου αλλά δε θα ήταν καλύτερο να μοιραστείς μαζί μου ό,τι σε αποσχολεί;>>λέει και σταματάει να με αγκαλιάζει.
Ανοίγω τα μάτια που μέχρι τότε είχα κλειστά και τότε τον παρατηρώ. Παρατηρώ τον Ντάνιελ που μας κοιτά και μόλις τα βλέμματα μας συναντόνται,σκύβει το κεφάλι και φεύγει. Πόση ώρα μπορεί να βρισκόταν εκεί; Λες να παρανόησε κάτι;
<<Πάμε γιατί θα αργήσουμε>>αποκρίνεται ο Μίκυ και ξαναρχίζουμε για το σχολείο.

Ντάνιελ:
Νόμος 1*Δεν επιτρέπουμε από κανέναν να μας στεναχωρήσει γιατί αυτό λειτουργεί εναντίον τους. Είναι απλώς άνθρωποι.

Ράνια:
Όλη μέρα στο σχολείο ρίχνω κλέφτες ματιές μπας και δω τον Ντάνιελ, αλλά φαίνεται σαν να έχει εξαφανιστεί. Στους διαδρόμους δεν τον είδα ούτε για μια στιγμή σα να μην θέλει να τον ξανάαντικρίσω. Πιθανόν θα μιλάει με την Ιζαμπέλ η οποία θα τον κάνει να γελάει, θα φλερτάρει μαζί του και γενικότερα θα συμπεριφέρεται όπως αρμόζει σε ένα τόσο ξεχωριστό αγόρι.
<<Κούκου Ράνια>>λέει η Γκρέις και κουνάει θεατρινίστικα τα χέρια της μπροστά από τη μούρη μου.
<<Γκρέις θα μου βγάλεις κάνα μάτι, σταματά>> λέω και τις κατεβάζω τα χερια απότομα.
<<Περίοδος;>>ρωτάει ο Μίκυ με κοριτσίστικη φωνή.
Εγώ και η Γκρέις σκάμε στα γέλια και σκέφτομαι ποσό τυχερή είμαι που τους έχω γνωρίσει. Αυτούς νοιάζομαι, αυτοί με νοιάζονται. Κανείς παραπάνω κανείς λιγότερος.

Κίτρινοι ΔαίμονεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora