Ο εκνευριστικος ήχος του ξυπνητηριού ηχεί πάλι στα αυτιά μου.
Όλο το καλοκαίρι είχα συνηθίσει να ξυπνάω μέσιμερι και τώρα ξεκινάει πάλι αυτό το μαρτύριο που λέγεται σχολείο.
Δεν είχα σκοπό να σηκωθώ μα δεν ήταν στο χέρι μου.
-Σιαα τελειώνε θα αργίσεις πρώτη μέρα. Φωνάζει η μάνα μου, και γω μην έχοντας άλλη λύση αποφασίζω να σηκωθώ. Αφού ετοιμαστώ φεύγω για το σπίτι της μιχαελας. Η μιχαελα είναι σχετικά ψηλή με πράσινα μάτια κάστανα μαλλιά.
- Που σαι ρε μαλακο φωνάζω και πάω να τη χαιρετισω
- Εγώ που είμαι η εσύ ? Που χάθηκες ρε.
- Διακοπές ξέρεις, παραλίες γκομενακια, βόλτες άσε χάλια πέρασα αναστεναξα και γελασαμε με το σχόλιο.[...]
Μετά από κάνα πεντάλεπτο φτάσαμε στο σπίτι της Αγάπης την τρίτη της παρέας.
Η αγάπη είναι κοντούλα αδύνατη με μακριά μαύρα μαλλια.