Δεν κάτσαμε πολύ στη καφετέρια μετά από ότι έγινε με τη μιχαελα.
Έφυγα και πήγα να περπατήσω λίγο μόνη μου δεν ένιωθα καλά είχα ενα προαίσθημα όχι κακό αλλά πολύ περίεργο.
Περπατούσα χωρίς να ξέρω που πηγενω οι σκέψεις μου με οδηγούσαν με όχημα το μυαλό. Τελικά έφτασα κάτω από ένα σπίτι από το σπίτι της μιχαελας, σκέφτηκα να χτυπήσω να μιλήσουμε.
Χτυπούσα το κουδούνι δύο λεπτά όταν επιτέλους μου άνοιξε, την κοίταξα και μες στα μάτια της είδα την απογοήτευση, την απογοήτευση για τον ίδιο της τον εαυτό. Ήταν χάλια δε μίλησα προτίμησα να μείνω σιωπηλή.
- Γιατί ήρθες? Με ρωτησε με απορία στο βλέμμα.
- Γιατί να μην έρθω? της απάντησα με την ίδια απορία
- Είμαι ένα τίποτα. Πρόλαβε να πει πριν τα ποτάμια από τα μάτια της άρχισαν να μουσκευουν τον ώμο μου