Εδώ και δύο ώρες η μιχαελα κλαίει, κλαίει πολύ, ποτάμια δακρύων βγενουν απτά πράσινα μάτια της που τώρα πια έχουν θολώσει.
Αφού καταφέρνω να την ηρεμήσω τι ρωτάω
- Γιατί ρε μιχαελα ? Γιατί πάλι- Συγγνώμη..
- Μη μου ζητάς συγγνώμη δεν πρέπει να απολογηθείς σε εμένα, στον εαυτό σου πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη.
- Δε μπορώ να το σταματήσω όσο η βελόνα μπένει μεσα στο δέρμα μου τόσο πιο βαθιά μπενω στο βούρκο.
- Σταματά το. Είπα και γέλασε
- Δε γίνεται. Είπε και ενα μικρό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του
- Δε καταλαβαίνεις ότι μέρα με τη μέρα πλησιάζεις το θάνατο
- Ναι, γιαυτό μαρεσει, το έχεις νοιώσει πότε σία, έχεις νοιώσει πότε χαρούμενη κάνοντας κακό στον εαυτό σου??
Δεν απάντησα σοπασα γιατί μόλις είχα καταλάβει πως ένοιωθε.