•Στοκχόλμη, Σουηδία||Δεκέμβριος.
Εκείνη κάθετε στο παράθυρο και κοιτάει τις νιφάδες χιονιού να πέφτουν στο έδαφος και να δημιουργούν μικρές λίμνες νερου. Δεκέμβριος και όλοι ηταν χαρούμενοι για τις γιορτές, κάτι που θα έπρεπε να ειναι και εκείνη, μα δεν ειναι.
{Flashback}
Περπατω γρήγορα στους σκοτεινούς δρόμους της Στοκχολμης καθώς μόλις εχω τελειώσει την αγορά των τελευταιων χριστουγεννιάτικων δώρων και πάω σπίτι μου. Ω ναι αυτός και αν ειναι ενθουσιασμός. Συνεχίζω τον γοργό ρυθμο μου γιατί θα βρέξει, σφιγκω το μπουφάν μου με τα χέρια μου και προχωραω. Ξαφνικα σκοτάδι. Ξυπναω και νιώθω μια ανατριχιλα να διαπερνάει κάθε εκατοστό του κορμιού μου ανασηκωνοντας τις τρίχες μου. Που βρίσκομαι; όλα ειναι σκοτεινά και ζαλιζομαι πολύ. Που ειναι τα δώρα μου; πως θα γυρίσω σπίτι με άδεια χέρια; δεν θα αρέσει αυτό στους γονεις μου. Σερνω το χερι μου πανω στον κρύο τοίχο στην προσπαθεια μου να βρω κάπου ενα διακόπτη. Φοβάμαι. Ανοίγει η πορτα απότομα και ανάβει το φως. Τρομαζω. Μπαίνει μέσα και φοράει κουκούλα στο προσωπο του. Μα ποιος ειναι; γιατί δεν μου μιλάει; τι θέλει απο εμένα; κρυωνω πολύ και θέλω να πάω σπίτι μου. Με πλησιάζει, δεν θέλω. Το μονο που μπορω να διακρινω καθώς έρχεται κοντά μου ειναι τα καταπράσινα ματια του και τα ελαφρώς μπλε -λογικά απο το κρυο- χείλη του που φαίνονται μέσα απο την κουκούλα. Οχι πλησιάζει κάνω προς τα πίσω. Μα γιατί δεν λέει τι θέλει τελοσπαντων; "Μην απομακρυνεσαι", λέει μα δεν με πείθει, τραβιεμαι πίσω μέχρι που ακουμπαω τοίχο. Αρπάζει τους καρπούς μου και με φέρνει βίαια κοντά του. Κολλαω πανω του απότομα. Θέλω να αρχίσω να τρέχω αλλά είμαι αδύναμη. Το μυαλό μου σταματάει να λειτουργει σωστα και το μονο που σκέφτομαι ειναι το δίκιο που είχα τοτε που έλεγα στους γονείς μου να ξεκινήσω κάποια πολεμική τέχνη αλλά φυσικά δεν με άφησαν. Χανομαι στο πρασινο των ματιών του και νιώθω να χάνω τις αισθήσεις μου. Οτάν ανοιγω τα ματια μου είμαι ξαπλωμένη σε ενα κρεβάτι και εκείνος στην άκρη του να κοιτάζει αλλου. Λιποθυμησα μέσα στον πανικό μου. Καταλαβαίνει οτι εχω συνέλθει και γυρνάει να με κοιτάξει. Χαμογελάει. Μα γιατί έχει τόσο ομορφο χαμόγελο; πρεπει να σκεφτώ λογικά. "Τ... Τι θες...απο εμένα; " οι λέξεις δυσκολεύονται να βγουν απο μέσα μου και νιώθω ενα κόμπο σαν να θέλω να ουρλιαξω και να βγω απο όλο αυτο που μου συμβαίνει, αλλά παραμενω σιωπηλή και αδύναμη. Μαζεύω τα πόδια μου και τα τυλιγω με τα χέρια μου καθώς προχωραω προς τα πίσω και ακουμπαω το προσκέφαλο του κρεβατιου. Εκείνος έρχεται ξανά κοντά μου, ο αέρας λιγοστεύει. Το σωμα μου απελευθερώνεται και είμαι έτοιμη να καταρευσω ξανά αλλά προλαβαίνει να ερθει κοντά μου και να με τυλίξει με τα χέρια του. Δεν ξερω αν μπορω να αναπνευσω αυτή τη στιγμη. "Δεν γίνεται να συνεχίσεις να λυποθημας. Ηρέμησε και δεν θα σου κάνω τίποτα"
"Και αν δεν ηρεμισω;" ρωταω χωρίς καν να το σκεφτώ, γαμωτο τι λέω; "Τοτε θα υποστεις τις συνέπειες" τρεμω απο φόβο. Με τραβάει ώστε να είμαι ξαπλωμένη και σηκώνεται για να φύγει. "Θα τα πούμε αύριο που θα είσαι καλυτερα ναι; " λέει συμπαθητικά. Γιατί μου μιλάει έτσι; θα μείνω εδώ; γιατί; θέλω να πάω σπίτι μου απόψε. Δεν εχω κοιμηθεί ποτε εκτός, οι γονεις μου θα με τιμωρισουν τόσο άσχημα. "Αν δεν πάω σπίτι οι γονείς μου θα νευριασουν πολύ, δεν ξερω τι πρόκειται να μου κανουν. Ασε με σε παρακαλώ να πάω σπίτι μου, ειναι αργά. " γυρνάει να με κοιτάξει. "Οι γονεις σου δεν ξέρουν που είσαι, και ουτε πρόκειται να μάθουν." πανικοβαλομαι. "Θα με σκοτώσεις;" γελάει "Τι σε κανει να το πιστεύεις αυτο;" λέει ειρωνικά και φεύγει κλεινοντας την πόρτα πίσω του. Εμεινα εκεί όλο το βράδυ να στριφογυριζω στο μικρο κρεβάτι χωρίς να ξερω τι να κάνω.Ξημερώνει. Μπαίνει μέσα με φαγητο και νερό και τα αφήνει δίπλα μου. Κάθεται κοντά μου στο κρεβάτι ενώ εγώ είμαι κουλουριασμένη στο προσκέφαλο. "Θα φας κάτι;" δεν απαντώ. "Κοιμηθηκες καθόλου; " δεν απαντώ. "Θα μιλησεις καθόλου;" δεν απαντώ. Χτυπάει το χερι του πάνω στο στρώμα. Με πλησιάζει και αρπάζει τα χέρια μου βίαια. "Δεν ξερω τι σκοπό έχεις αλλά χθες σου είπα να ηρεμισεις για να τα πάμε καλά γι'αυτο λοιπον όταν λέω κάτι θα απαντας γαμω το κατάλαβες;" φωνάζει στο προσωπο μου και νιώθω τα πρωτα δάκρυα να κανουν την εμφάνιση τους. "Και μην κλαις" συνεχίζει στον ίδιο τόνο. Δεν μπορω να σταματήσω. Ελαφρύνει το κράτημα του και απομακρυνω τα χέρια μου. Βάζω το κεφάλι μου στα γόνατα μου και συνεχίζω να κλαιω όσο πιο αθόρυβα μπορω. Μένει εκεί. Δεν σηκώνω καθόλου το κεφάλι μου μέχρι που το κάνω γιατί με αναγκάζει εκείνος. "Πες μου το όνομα σου" προστάζει. Τον κοιταω μερικά δευτερολεπτα πριν απαντήσω. Εντάξει ποσο κακό μπορεί να ειναι; "Μία" απανταω τελικά. Χαμογελάει ξανά. "Θα μου πεις τι θέλεις απο μένα; " λέω με ενα τελευταιο αναστεναγμό. "Εσένα, σκέτο"
"Τι εννοείς; " γουρλωνω τα ματια μου απο φόβο ξανά. "Ηρεμισε δεν θα σου κάνω τίποτα ακόμα." "Τι παει να πει ακόμα;"
"Κανεις παντα τόσες ερωτήσεις;" λέει και σηκώνεται για να φύγει. Τοποθετώ γρήγορα τα χέρια μου πανω στο δεξι του μπράτσο του για να τον σταματήσω. "Περιμενε" λέω κατευθείαν. Το βλέμμα του στρέφεται κατευθείαν στα μικρά μου χέρια που τον ακουμπουν ενω εγώ τα περνώ γρήγορα απο εκεί. "Θα μου πεις γιατί είμαι εδώ;" λέω τελικά.
"Δεν μπορω να σου πω, μονο να σου δείξω." "Σταματα να μιλάς με γρίφους και εξήγησε μου σε παρακαλώ" τον κοιταω με έντονο βλέμμα έτοιμο να ξεσπάσει σε κλαμματα ξανά. "Μην κλαψεις παλι", στριφογυρίζει τα ματια του. Σκυβω το κεφάλι μου στην προσπαθεια μου να μην με δει. "Εντάξει εντάξει θα σου πω", μόλις γεννήθηκε μια ελπίδα μέσα μου. "Δεν πρόκειται να σε βλαψω με κανένα πιθανό τροπο, μονο αν δεν μ'ακους... Βασικά... Θα σου δείξω". Πριν προλαβω να αντιδρασω τον βλέπω να σηκώνει την κουκούλα του μέχρι το σημείο της μύτης του αποκαλύπτοντας τα λεπτα ζυγωματικά του σαγονιού του και εντελώς τα χείλη του. Το χερι του παει κατευθείαν στο σβέρκο μου και με τραβάει απελπιστικά κοντά του.______________________________________________
Υ. Γ. Για να βλέπετε τα update προσθέστε το στη συλλογή σας!
Social platforms:
Facebook:Ντενίζ Αρβανιτάκη
Instagram:arvanitakiii
Snapchat:arvden
Tumblr:denisearv24
YOU ARE READING
Μελαγχολική Στοκχόλμη
Short StoryΠάντα παρεξηγήσιμη. Κανένας ποτε δεν θα καταλάβει αν δεν βρεθεί σε αυτή τη θέση. Μίσος. Αυτο ειναι το σωστο συναίσθημα, όμως εκείνη δεν είχε τίποτα απο αυτο μέσα της. Συμπάθεια. Ετσι ξεκίνησε. Γιατί; ένιωθε ασφάλεια, παραπανω απο εκείνη που της πρόσ...