(Νεφέλη)
Καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας πίνοντας αργά τον καφέ μού όταν ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι. Σηκώνομαι παίρνοντας τη κούπα στο αριστερό μου χέρι και ανοίγω τη πόρτα."Αργησες"
Της λέω"Ρε δε πας στο διάολο;"
Με αποπαιρνει αγριεμένη και με σπρώχνει για να περάσει μεσα στο σπίτι."Σαν στο σπίτι σου.."
Μουρμουριζω και κλείνω τη πόρτα."Λοιπόν, το μπουφάν μου που είναι;"
Με ρώτησε ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω"Εννοεις αυτο πού άφησες στο δωμάτιο μου τη τελευταία φορά που συναντηθηκαμε; Τότε που φιληθηκαμε; "
Τη ρώτησα και περίμενα να δω την αντίδραση της. Δεν απογοητεύτηκα."Σ- σκάσε,"
Τραυλισε νευριασμενη."Γιατί; τι είναι αυτό που δε θες να ακουσεις; το ότι φιληθηκαμε; Αυτό πάει, έγινε δε μπορούμε να το αλλάξουμε. Η μήπως δε θες να θυμηθείς πως ένιωσες; Σου άρεσε, και μη διανοηθεις να το αρνηθείς γιατί το μόνο που κανείς είναι να κοροϊδεύεις τον εαυτό σού"
Της απάντησα και αφήνοντας τη κούπα του καφέ στο τραπέζι άρχισα να κατευθύνομαι προς το μέρος της και πριν προλάβει να αντιδράσει την έσπρωξα στον τοίχο, κόλλησα πάνω της και ένωσα τα χείλη μου με τα δικά τής. Στην αρχή ήταν σφιγμενη και σαστισμένη, όσο πέρναγαν τα δευτερόλεπτα όμως άρχισε να χαλαρώνει όλο και πιο πολύ ώσπου το ένα της χέρι βρέθηκε στη μέση μου και το άλλο το ένιωσα να ανέβαινει σιγά σιγά κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης στο σβέρκο και το κεφάλι μου. Γραπωσε τα μαλλιά μου και μου τράβηξε πίσω το κεφαλι αφήνοντας το λαιμό μου εκτεθειμένο μπροστά τής. Έσκυψε και άρχισε να μου δίνει υγρά φιλιά στον λαιμό, δαγκωνοντας απαλά ώσπου ξαναεστρεψε το ενδιαφέρον της στο στόμα μού.
3,2,1..Τώρα!
Σταμάτησα το φιλί και τραβηχτηκα πίσω αφήνοντας τη λαχανιασμενη και κατακόκκινη πασχίζοντας να ελέγξει την ακανόνιστη ανάσα τής." ήρθε η ώρα να φύγεις νομιζω"
Της πέταξα αδιάφορα και πήγα να της φέρω το δερμάτινο μπουφάν τής οταν ένιωσα το χέρι της να μου αρπάζει τον καρπό"Συγγνωμη;;"
Με ρώτησε άγρια."Αυτό που άκουσες"
Της απάντησα αδιάφορα."Πάω να σου φέρω το μπουφάν και θα τσακιστείς να φύγεις από το σπίτι μου όπως έκανες και τη προηγούμενη φορά, μονο που τωρα σε διώχνω εγώ. Είμαστε πατσι Τώρα, νομίζω. Δε θέλω τίποτα άλλο από σένα πέρα από τα τυπικά."
Της ειπα οσο πιο αποφασιστικα μπορουσα και πήγα να της φέρω το μπουφάν, της το έδωσα, έπειτα με μεγαλα βηματα κατευθυνθηκα προς τη πορτα ανοιγοντας τη και περίμενα να φύγει. Είχε παγώσει στο ιδιο σημείο που την άφησα, με συνοφρυωμενο βλέμμα. Έδειχνε να σκέφτεται όλα αυτά που της είπα και πάλευει να πάρει μια απόφαση, κάτι να μου πει για να μη φύγει εντελώς ηττημένη." τι περιμένεις ρε γαμωτο; φύγε!"
Της φώναξα δείχνοντας με το χέρι τη πόρτα γιατί ήξερα πως αν έμενε λίγο ακόμα και με κοίταζε με αυτό το βλέμμα όλοι οι τοίχοι μου θα γκρεμιζονταν και θα έτρεχα να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω ξανά. Εκεινη Αναπηδησε από τον ήχο της φωνής μου και σφίγγοντας το μπουφάν στα χέρια βγήκε από τη πόρτα χαρίζοντας μου ένα σκληρό και κάπως πονεμένο, νομίζω βλέμμα, σφίγγοντας τα δόντια της και κάνοντας ετσι να πεταχτούν τα ζυγωματικά της. Το βλέμμα μου έπεσε στιγμιαία στα χείλη της, όμως γρήγορα σχηματισα ενα μειδίαμα στα δικα μου και της είπα:"Καλό μεσημέρι, τα λεμε στο σχολειό"
Και μπήκα μέσα στο σπίτι κλείνοντας τη πόρτα πίσω μου. Πήγα προς το παράθυρο, μισανοιξα τη κουρτίνα και τη κρυφοκοιταξα. Κοίταζε ακόμα κοκκαλωμενη τη πόρτα που μόλις είχα κλείσει. Ξαφνικά σαν να συνήλθε, φόρεσε το μπουφάν της και έφυγε. Την έβλεπα που προχωραγε και ένιωθα πως φεύγοντας, έπαιρνε και ένα κομμάτι μου μαζί της. Κάτι που ήμουν και δε μπορούσα να το απαρνηθω. Σπαταλησα συναισθήματα πάνω τής όπως δεν είχα ξανά σπαταλήσει πάνω σε κανέναν άνθρωπο , και ας μην ήθελα να το παραδεχτώ. Και ας ήθελα να το περάσω έτσι στο ντούκου λέγοντας στον εαυτό μου πως την ήθελα μόνο για να περάσω καλά και να τη ριξω στο κρεβατι. Και την έδιωξα. Έτσι απλά, γιατί ήξερα ότι ήταν το σωστό. Δε θα οδηγούσε πουθενά όλο αυτό, και το ήξερα. Άφησα την ανάσα που κράταγα μέσα μου τόση ώρα και πήγα στο δωμάτιο μου. Πήρα το κινητο μου στα χέρια μου, και είδα ότι είχα μυνημα. Το άνοιξα και το διάβασα όλο ελπίδα. Ξεφυσηξα, ήταν απ'τον Στελιο. Ήθελε να βρεθούμε το βράδυ. Ε ρε κοίτα να δεις. Ο Στέλιος. Ο στελιος απλως βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος τη κατάλληλη στιγμή. Όταν έφυγε από το σπίτι μου η Κρίστι τη προηγούμενη φορά, πριν πεσω για ύπνο έβγαλα έξω τα σκουπίδια για να τα πάρει το σκουπιδιαρικο την επόμενη μέρα. Όταν ξαφνικά, πέρασε ο Στέλιος με το μηχανάκι. Σταμάτησε, και μιλήσαμε για κάποια άκυρα θέματα όπως για το σχολείο, και με ρώτησε αν έχω κάποια σχέση αυτο το καιρό. Του είπα όχι, και την επόμενη μέρα κανονίσαμε να με παει σχολειο με το μηχανάκι. Ήθελα να με δει η Κρίστι να με αφήνει ο Στέλιος, ήθελα να τη κάνω να ζηλέψει και να τρέξει από πίσω μου. Και το φιλί που μου έδωσε στη μέση της αυλής, εε, ήταν απλά το κερασάκι στη τούρτα. Η αυλαία μιας τρομερής σκηνής. Δε θα μπορουσαν να μου ερθουν πιο βολικα τα πραγματα..
Ξανακοιταξα το κινητο, απαντησα στο μυνημα με ενα "οκ", και ξάπλωσα στο κρεβάτι να διαβάσω λίγο ιστορία.Άργησα, το ξέρω αλλαααα..
Σας δικαιωσα δε μπορείτε να πείτε! Πολύ σασπένς βρε παιδί μου. Πολύ. Άντε να δω τι θα βρω να γράψω στο επόμενο κεφάλαιο. ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑΧΑ.
Μέχρι τότε, φιλουθιααα
Xoxo, vasia98 👄