22 ( ο παλιός δρόμος)

28 2 0
                                    

Η ντανιέλα βγήκε από το σούπερ μάρκετ, κρατώντας μια μεγάλη σακούλα.
Ο Αμαδορ που έτυχε να περνάει από εκεί, πήγε προς το μέρος της.
- Γεια σου, Ντανιέλα!
- Γειά... Είπε η κοπέλα προσπαθώντας να κρατήσει τη σακούλα που ήταν έτοιμη να ξεφύγει από τα αδύνατα, μικρά χέρια της.
- Κάτσε να σε βοηθήσω! Είπε ο νέος
- Δε χρειάζεται, τα κατεφ...
Δε πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και ακούστηκε ένα ηχηρό κρατσ με τα βαζάκια αναψυκτικού να σέρνονται στην άσφαλτο και δυο στρογγυλά κουτάκια να στριφογυρίζουν, σαν κουρδιστες σβούρες και χρηματιστές συσκευασίες να σκορπίζουν, σαν κομφετι.
- Το βλέπω... Είπε ο Αμαδορ με ένα χαμόγελο.
Τη βοήθησε να μαζέψει τα πράγματα.
Τη κοίταξε
- Τι αγοράσεις; Για πόλεμο ετοιμάζεσαι;
Ή Ναταλία γέλασε.
- Μπορεί!
Ο Αμαδορ κοίταξε απέναντι.
- Έχω το αμάξι μου στη γωνία. Να σε πετάξω σπίτι ή θα τα καταφέρεις πάλι μόνη σου, κυρία ακαταδεχτη;
Η κοπέλα έγνεψε θετικά και σε λίγη ώρα βρίσκονταν στο ασημένιο τογιοτα του αμαδορ
Μύριζε καπνό από τα τσιγάρα που κάπνιζε ο μανιώδης καπνιστής ιδιοκτήτης του αλλά και μια βαριά μυρωδιά πεύκο από το αρωματικό αποσμητικό αυτοκινητικό σε σχήμα δέντρου.
- Κρυώνεις, να κατεβάσω λίγο το παράθυρο; Παραβρωμάει εδώ μέσα, μάλλον παρακάπνισα σήμερα!
- Κάνε ότι θες...
Ο Αμαδορ κατέβασε το παραθυράκι γυρίζοντας το χερούλι.
Αμέσως πέρασε μέσα δροσερός αναζωογονητικός αερας, που χάιδεψε απαλά τα πρόσωπα τους.
Ο Αμαδορ πήρε μια βαθιά ανάσα.
Ύστερα, κοίταξε με την άκρη του ματιού του τη μισοσκισμένη, νάιλον σακουλιτσα.
- Γιατί δε μου είπες ότι ηθελες να ψωνίσεις; Θα έστελνα το ξάδερφο μου! Μουρμούρισε
- Δε το σκέφτηκα! Είπε κοφτά η ντανιέλα και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
- Άλλη φορά, να το σκέφτεσαι!
Ο Αμαδορ πήγε από συνήθεια να ανάψει ένα τσιγάρο, το μετάνιωσε.
Εβηξε δυνατά.
- Γιατί δε σε πήγε Στο σούπερ μάρκετ αυτός ο φίλος σου, ο σιμον, πως τον λένε...
- Σάιμον! Διόρθωσε η ντανιέλα.
Άγγιζε το θολό τζαμί του συνοδηγού.
- Ειχε δουλειές! Πρόσθεσε κατόπιν μ' ενα χαμόγελο.
Ο Αμαδορ έκανε μια γκριμάτσα και χαμήλωσε ταχύτητα.
- Θα κόψουμε από το παλιό μονοπάτι, για να κόψουμε δρόμο! Μουρμούρισε
- Οκ.
Πορεύονταν για κάποια ώρα στον κακοτράχαλο, αλλά φαρδύ δρόμο, πάντα σε χαμηλή ταχύτητα.
Έβλεπαν καλύβες,  αγροκτήματα και Ένα μεγάλο ράντζο με άλογα και λάμα,   παλιά αλλά όμορφα μικρά σπιτάκια.
Κάποια στιγμή, η Ντανιέλα πάγωσε.
- Αμαδορ! Μουρμούρισε κατατρομαγμένη.
- Τι συμβαίνει; Φώναξε ο νέος ανήσυχος.
- Αυτός είναι ο δρόμος από τον εφιάλτη μου!
- Είσαι σίγουρη;
- Απόλυτα!

Φύλακας ΆγγελοςWhere stories live. Discover now