Δανάη

426 45 0
                                    

Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς και η Δανάη παραμένει άυπνη χωρίς αιτία. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, κουλουριασμένη στα ζεστά από την θερμότητα του σώματός της παπλώματα παρατηρεί τα αστέρια από το παράθυρό της. Είναι ίσως η πρώτη φορά που νιώθει την μοναξιά να την καταβάλλει. Η ίδια πιστεύει πως ευθύνεται η μελαγχολία των γιορτών μα κάτι άλλο την βασανίζει πραγματικά. Έχει ανάγκη από αγάπη. Όχι μητρική, γιατί από αυτήν είχε άφθονη. Ήθελε να ερωτευτεί. Να νιώσει αυτό που όλοι γύρω της αναφέρουν ως το πιο όμορφο -και κάποιες φορές οδυνηρό- συναίσθημα στην ζωή.

Μα απ' όσους άντρες είχε δεί, κανείς δεν την έκανε ποτέ να νιώσει ερωτευμένη. Η ίδια, μέσα στην αφέλειά της πίστευε πως είναι πολύ μικρή για τέτοιες σκέψεις και αργότερα θα έβρισκε κάποιον άνθρωπο για να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια.
Έτσι της τα είχε σχηματίσει η μητέρα της στο μυαλό της από μικρό παιδί. Μα κάτι σε όλο αυτό δεν ταίριαζε με τον εαυτό της. Δεν ήταν αυτή η ζωή που ονειρευόταν αν και πότε δεν επρόκειτο να χαλάσει το χατήρι της μητέρας της.

Δεν ήθελε να υπηρετεί τον άντρα της όπως έβλεπε την μητέρα της να κάνει καθημερινά και να καταπιέζεται. Δεν ήθελε να μένει όλη μέρα στο σπίτι, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και να είναι η λεγόμενη "δούλα και κυρά" που αποτελούσε πρότυπο της σωστής γυναίκας. Μα δεν θα χάλαγε ποτέ το χατήρι της μητέρας της. Έλεγε και ξαναέλεγε αλλά η καρδιά της την οδηγούσε κάπου αλλού. Μακριά από αυτό το συντηρητικό χωριό στο οποίο ο έρωτας ήταν άγνωστος και οι άνθρωποι αναίσθητοι και τυποποιημένοι σαν την φτηνή μπαγιάτικη κονσέρβα που της σέρβιραν ως εορταστικό μεσημεριανό. Ήταν μεν αθώα αλλά αδυνατούσε πια να συγκρατήσει την ορμητικότητα της ηλικίας της.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε απελευθερωμένη πιά από τις σκέψεις που την βασάνιζαν αλλά ήταν αποφασισμένη να μιλήσει στην μητέρα της που ήταν η μόνη που θα την καταλάβαινε. Με τα αδέρφια της δεν είχε πολλές επαφές αφού είτε έλειπαν τις περισσότερες ώρες της μέρας είτε ήταν απασχολημένα με τις δουλειές του σπιτιού. Παρόλα αυτά, η Γιώργαινα, η αγαπημένη της μητέρα, παρέμενε ακούραστη και πάντα διαθέσιμη να ακούσει οποιοδήποτε παράπονο, επιθυμία ή ακόμη και ανοησία των παιδιών της. Κυρίως της Δανάης. Πάντα ήταν εκεί για αυτήν, να της προσφέρει απλόχερα την αγάπη της καθημερινά και να στερείται η ίδια για να χαρίσει στον πολυαγαπημένο της άγγελο κάποιο από τα λιγοστά που διέθετε.

Αφού η Δανάη έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της, χτενίστηκε και φόρεσε την ποδιά της κατευθύνθηκε προς την κυρία Γιώργαινα που μαγείρευε σιγοτραγουδώντας ένα Χριστουγεννιάτικο άσμα.

"Καλημέρα" είπε ήρεμα η Δανάη.

"Καλημέρα άγγελέ μου"

Η κυρία Γιώργαινα φίλησε την κόρη της σάν να είχε χρόνια να την αντικρίσει.

"Μαμά, θέλω να σε ρωτήσω για κάτι που με βασανίζει τους τελευταίους μήνες." Αναφώνησε η Δανάη προς έκπληξη της Γιώργαινας η οποία κάθισε προσεκτικά στην καρέκλα και την κοίταξε με αγάπη και συμπόνοια, έτοιμη να ακούσει την απορία της αγαπημένης της κόρης.

"Πώς θα καταλάβω ότι είμαι ερωτευμένη;"

"Αγάπη μου, είναι νωρίς για να τα σκέφτεσαι αυτά τα..."

"Απάντησε μου, είτε είναι νωρίς είτε όχι, θέλω να ξέρω την αλήθεια." Την διέκοψε η Δανάη.

"Αφού το θέτεις έτσι...ο έρωτας είναι ένα ανεξήγητο συναίσθημα, πολλές φορές πονάει, άλλες σε κάνει ευτυχισμένο, άλλες δυνατό και άλλες αδύναμο και ούτω κάθ' εξής. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος να καταλάβεις ότι είσαι ερωτευμένη. Απλά το ξέρεις μέσα σου ότι αυτό το άτομο που σου προκαλεί το ενδιαφέρον είναι το άλλο σου μισό και ότι θέλεις να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου μαζί του." Απάντησε η Γιώργαινα με στόμφο στην φωνή της.

"Και πότε θα ερωτευτώ; Αφού από όσους έχω δει κανείς δεν μου προκαλεί αυτά τα συναισθήματα."

"Δανάη μου, ο έρωτας έρχεται μόνος του, δεν επιλέγεις εσύ το πότε και όταν αυτός κάνει την εμφάνιση του δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν μπορείς να τον ελέγξεις."

"Εντάξει...μπορώ μετά το πρωινό να βγώ βόλτα στο χωριό για να σκεφτώ;"

"Φυσικά αγάπη μου, μην το σκέφτεσαι πολύ όμως και μου πάθεις τίποτα." Είπε τελικά η Γιώργαινα αγκαλιάζοντας την Δανάη.

Η τελευταία, αφού έφαγε γρήγορα, σχεδόν λαίμαργα, το ψωμί με παραδοσιακή μαρμελάδα φράουλα που της σέρβιρε η Γιώργαινα για πρωινό, φόρεσε το πανωφόρι της και βγήκε διστακτικά έξω. Ήταν από τις λίγες φορές που έβγαινε έξω μόνη της, συνεπώς δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους ανεξαρτησία. Άρχισε να οδεύει προς το άγνωστο, αφού δεν είχε σκοπό να πάει σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος. Το μόνο που επιζητούσε ήταν να βυθιστεί στις σκέψεις της, χωρίς διακοπές και φασαρία, κάτι που είχε να κάνει από μικρό παιδί σκεπτόμενη ίσως κάποιο Χριστουγεννιάτικο δώρο που επιθυμούσε ή που είχε ήδη αποκτήσει.

Άρχισε έτσι, να αναπολεί την παιδική της αθωότητα, τότε που ο κόσμος έμοιαζε με παιχνίδι, που οι ευθύνες ήταν ασήμαντες και σχεδόν ανύπαρκτες, τότε που όλα ήταν παραμυθένια. Μα όσο αφελής και να ήταν η Δανάη, το ένιωθε, κάτι άλλαζε μέσα της, κάτι την ωρίμαζε. Ίσως η ανάγκη για μια αλλαγή, για κάποια ανατροπή στην ζωή της.

Θα παρέμεναν όλα ίδια; Θα ήταν η ζωή της τόσο μίζερη, πνιγμένη στην ρουτίνα;

Μή Φύγεις Ποτέ {girlxgirl}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora