Δανάη

319 39 1
                                    

Καθώς περπατούσα αμέριμνη, χαμένη στις σκέψεις μου, το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκα συγκεκριμένα ,ήταν το πατινάζ που έκανα στην παγωμένη λίμνη κάθε χειμώνα και το πόσο ευτυχισμένη ένιωθα, λίγα δευτερόλεπτα πριν κάνω μία εντυπωσιακή πτήση μερικών δευτερολέπτων, που οδήγησε τελικά σε μετωπιαία σύγκρουση με το παγωμένο από το χιόνι έδαφος.

Κατευθείαν άρχισα να γελάω με τον εαυτό μου μέχρι που ένιωσα ένα άγγιγμα στην πλάτη. Πάγωσα. Ποιός να ήταν άραγε; Ούτε εγώ δεν ήξερα πόσο μακριά είχα φτάσει περπατώντας για τόσες ώρες και θαυμάζοντας το τοπίο, έχοντας χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Όταν γύρισα διστακτικά, αντίκρισα προς μεγάλη μου ανακούφιση μια κοπέλα, κοντά στην ηλικία μου, η οποία είχε μείνει να με κοιτάζει άφωνη. Έμεινα να την παρατηρώ με τον ίδιο τρόπο που με κοιτούσε και εκείνη, διατηρώντας αυθόρμητα την τρομαγμένη έκφραση που προέκυψε μετά τα λίγα δευτερόλεπτα φόβου που με κατέβαλλαν.

Ένιωσα να χάνομαι στα σκούρα γαλανά μάτια της αν και ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα. Τα καστανόξανθα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια πρόχειρη κοτσίδα η οποία άφηνε κάποιες τούφες να πέφτουν χαλαρά στα μάγουλά της, κάτι που την έκανε ακόμη πιο γλυκιά.

Όταν η κοπέλα συνειδητοποίησε τον τρόπο που κοιταζόμασταν, πήρε μια ντροπαλή έκφραση, κοκκίνησε και έσπασε την σιωπή.

"Είσαι καλά?" Με ρώτησε διστακτικά. Η φωνή της ήταν τόσο απαλή που ένιωσα να μου γαληνεύει την ψυχή.

Χαμογέλασα με περισσότερη αυτπεποίθηση από ότι αυτή και απάντησα: "Πιό καλά από ποτέ, ευχαριστώ."

Αναρωτήθηκα και μόνη μου από που πήγαζε αυτή η άνεση. Τότε, η άγνωστη κοπέλα μου προσέφερε το χέρι της για να με βοηθήσει να σηκωθώ και αφού το έπιασα, στάθηκα ξανά στα πόδια μου.

"Δανάη, χάρηκα" είπα χαμογελώντας σαν όλα τα υπόλοιπα να ήταν φυσιολογικά ή έστω αμελητέα. Δύο κορίτσια στην ερημιά, να περπατούν μόνα τους μέσα στο τσουχτερό κρύο και το πρώτο που έκανα ήταν να συστηθώ; Μα αυτή την φορά τα λόγια έβγαιναν από μόνα τους, ήταν σαν η άγνωστη,προσωρινά, κοπέλα να με έλεγχε με κάποιο τρόπο που μόνο η ίδια γνώριζε.

"Χρυσαυγή..." Απάντησε γλυκά και μου έδωσε το χέρι της.

Ένιωσα κάτι σαν μια σπίθα να άναψε μέσα μου στο άκουσμα του ονόματός της. Ήταν τόσο όμορφο, όσο και αυτή άλλωστε, ίσως να ήταν το πιο ταιριαστό όνομα που θα μπορούσαν να της έχουν δώσει οι γονείς της. Χωρίς να ανταλλάξουμε περαιτέρω κουβέντες, αρχίσαμε να βαδίζουμε δίπλα δίπλα σιωπηλά, σαν να ξέραμε και οι δύο ακριβώς τι επιθυμούσαμε την στιγμή εκείνη. Δεν χρειάζονταν περισσότερα λόγια, αφού επικοινωνούσαν οι ματιές μας από την πρώτη στιγμή που κοιταχτηκαμε. Ένιωθα σαν να την γνώριζα για χρόνια και φαινόταν πως το ίδιο αισθανόταν και εκείνη.

Μή Φύγεις Ποτέ {girlxgirl}Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang