Ο ξενος/ τελευταιο Part

72 13 0
                                    

Χρόνια βασανιζόταν ο αδερφός μου με την αγιάτρευτη αρρώστια που του κατέτρωγε τα σωθικά. Κι όμως… έπασχε από την ανίατη ασθένεια της αιώνιας ζωής, που… εγώ του χάρισα. Πολλές ήταν οι φορές που με παρακάλεσε να τον απαλλάξω από το μαρτύριο· κι εγώ… προσπάθησα…

***

Όλα ξεκίνησαν εκείνη την καταραμένη νύκτα όπου αιχμαλώτισα τον μαυροφορεμένο ξένο. Ήταν πανσέληνος· μία μοναδική πανσέληνος που τα μάτια μου είχαν αντικρίσει ξανά όταν ήμουν εικοσιπέντε χρονών. Η λάμψη της, το μέγεθός της θύμιζαν ρομαντικό πίνακα ζωγραφικής. Ακόμη και οι κρατήρες ήταν εμφανείς στην επιφάνεια του φωτεινού άστρου.

Από εκείνη τη νύκτα, που ήμουν ένας απλός ονειροπόλος, είχαν περάσει τριάντα ολόκληρα χρόνια και πλέον στεκόμουν, σαν χαλίφης της Αραβίας, στο μπαλκόνι αγναντεύοντας απ’ άκρη σ’ άκρη τον ορίζοντα. Ήμουν αναστατωμένος καθώς τα μαντάτα που έρχονταν από τον βορρά ήταν δυσοίωνα. Εμφύλιος είχε ξεσπάσει μεταξύ των βασιλείων της Βαγδάτης και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι άντρες μου είχαν εντοπίσει στρατεύματα να στέκουν παρατηρώντας τα τείχη του εμιράτου μας και μετά απλά να χάνονται όσο άξαφνα εμφανίστηκαν.

Ο άνεμος χάιδευε με την καυτή του πνοή τα μάγουλά μου ανακατεύοντας τα μακριά μαλλιά μου. Τα χέρια μου έσφιγγαν ασφυκτικά τη μαρμάρινη κουπαστή κι εγώ ευχόμουν να μην σβήσει αυτό το φεγγάρι ποτέ. Πέρα από τα τρέχοντα γεγονότα με προβλημάτιζε και η υγεία του μονάκριβου αδερφού μου. Ήταν βαριά άρρωστος και κάθε προσπάθεια να τον βοηθήσω έπεφτε στο κενό. Μην ξέροντας τι να κάνω, έκλεινα τα μάτια συχνά και προσευχόμουν στον παντοδύναμο Αλλάχ εκλιπαρώντας για ένα θαύμα. Δεν ήξερα αν με άκουσε ή ποιος με άκουσε· όμως το φεγγάρι έσβησε για μερικά λεπτά της ώρας. Ξαφνιάστηκα. Για λίγο νόμισα πως έχασα το φως μου αν και αργότερα οι αλχημιστές μου με ενημέρωσαν πως επρόκειτο για ένα σπάνιο φαινόμενο όπου η σελήνη κρύβεται στη σκιά της γης καλύπτοντας κάθε ίχνος της ύπαρξής της.

Κι όμως μέσα στην ολική έκλειψη εγώ κατάφερα να ξεχωρίσω κάτι που πριν, υπό τη λάμψη της πανσελήνου, δεν διακρινόταν· κάτι που είχε μάθει να ελίσσεται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Μία μαύρη φιγούρα, σαν τρύπα σε απύθμενο βυθό, έμοιαζε να απορροφάει ενέργεια από την ίδια τη νύκτα γύρω της και να χάνεται μέσα της. Πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο. Πίστεψα πως οι αισθήσεις μου έπαιζαν κάποιο παιχνίδι. Το κοίταζα από ψηλά να πλησιάζει σε μια τέλεια ευθεία, με γοργό βήμα, τις πύλες των τοίχων μας. Ήταν ένας άντρας…

#Storytime {TBSB17} Where stories live. Discover now