Κεφάλαιο 3

30 4 0
                                    

Δεν ξέρω τι έγινε. Τη μια στιγμή έβλεπα το πτώμα στο βρώμικο πεζοδρόμιο και την άλλη κάθομαι στην πιο άβολη καρέκλα της Ελλάδας σε ένα αστυνομικό τμήμα. Δίπλα μου σε μια εξίσου απαίσια καρέκλα κάθεται ο ηλίθιος. Δεν σταματά να χτυπά το πόδι του στο πάτωμα, ένα νευρικό τικ και ενώ είμαι έτοιμη να του φέρω την καρέκλα στο κεφάλι η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο κλασικός αστυνομικός. Δεν μπορώ να τον περιγράψω με άλλον τρόπο. Τηρεί όλα τα στερεότυπα. Μπάκα, λαδωμένη στολή, μουστάκι και βλέπω να κουβαλάει μια χαρτοσακούλα που μπορώ να ορκιστώ πως έχει ντόνατς μέσα. Μας κοιτά για ένα λεπτό σαν να ήμασταν τα χειρότερα καθάρματα της κοινωνίας και μετά κάθεται στην καρέκλα αναστενάζοντας. Η ταμπέλα στο στήθος του λέει: Επιθεωρητής Κ. Παπαδημητρίου.
«Λοιπόν είστε ο Μάριος Γεώργιου και η Ηρώ Πεύκου, έτσι;», είπε σαν να μας προκαλούσε να τον διαψεύσουμε.
Μπα ο ηλίθιος έχει όνομα. Η μέρα είναι γεμάτη εκπλήξεις. Ο επιθεωρητής συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση.
«Τι σχέση έχετε μεταξύ σας;»
«Ξαδέρφια», είπε αμέσως ο Μάριος και μου έριξε μια ματιά. Αναστέναξα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να τον καταγγείλω, αλλά κάτι μέσα μου δεν με άφηνε. Ίσως ήταν η επιθυμία μου να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης το συντομότερο δυνατόν.
«Ναι ο αγαπητός μου ξάδελφος. Και αυτό μου θυμίζει πως δεν μου έχεις δώσει ακόμα το κινητό μου που το δανείστηκες»
«Τι;;», είπε παριστάνοντας τον έκπληκτο αλλά όταν είδε τον αστυνομικό να τον κοιτά πάνω από τα χαρτιά του, έβγαλε το τηλέφωνο μου από την τσέπη του και μου το έδωσε.
«Το ξέχασα τελείως ξαδερφούλα.» μου έδωσε μια άγρια ματιά.
«Εδώ όμως στα έγγραφα σας δεν αναφέρει πως έχετε συγγένεια.», είπε ο αστυνομικός Στριμμένος.

Πανικοβλήθηκα.
«Μας ενώνει η αγάπη μας μεταξύ μας, όχι το αίμα.», είπα γρήγορα αντιγράφοντας κάτι που είχα ακούσει σε μια τουρκική σαπουνόπερα που έβλεπε η γιαγιά μου. Δεν δούλεψε πολύ. Ο επιθεωρητής με κοίταζε με το πιο δύσπιστο βλέμμα στο κόσμο και ο ηλίθιος φαινόταν σαν να ήθελε να με δολοφονήσει ή να αυτοκτονήσει. Πιθανόν και τα δυο. Προσπάθησε να τα μπαλώσει πάντως.
«Ναι σωστά. Εγώ και η Ηνω..»
«Ηρώ!», του σφύριξα, κλωτσώντας τον κάτω από το θρανίο. Θεέ μου τι πρόβλημα έχουν τα αγόρια με το όνομα μου;
«Αχ ναι ρε συ. Τέλος πάντων εμείς οι δυο είμαστε τόσο καλοί φίλοι που βλέπουμε ο ένας τον άλλο σαν ξαδέρφια.»
«Βέβαια», συμπλήρωσα «κάνουμε βραχιολάκια φιλίας, φοράμε ασορτί ρούχα, χτενίζουμε τα μαλλιά μας μαζί, μιλάμε για αγόρια... Ξέρετε κολλητοί για μια ζωή.»
Δεν τη γλιτώνω την φυλακή. Είναι πολύ αργά για να πω ότι είναι ληστής;;; Ο αστυνομικός σηκώθηκε από το κάθισμα του. Την βάψαμε. Έχετε γεια βρυσούλες.
«Πόσο χαίρομαι που βλέπω τόσο αγαπημένους φίλους!»
Τι πράγμα;
«Σε μια εποχή με τόσους εγκληματίες, δολοφόνους, βιαστές, ληστές,..»
Από δίπλα μου άκουσα τον Μάριο να παίρνει μια κόφτη ανάσα. Δεν τόλμησα να τον κοιτάξω, μπας και με μυστήριο τρόπο προδοθούμε.
«... είναι μια ανακούφιση να βλέπω πως η αξία της φιλίας παραμένει. Είμαι δυο λεπτά μαζί σας και βλέπω πόσο αγαπημένοι είστε.»
«Ναι μας το λένε πολλοί αυτό.»
Το πρόσωπο του επιθεωρητά στραβομουτσούνιασε λίγο.
"Όσο για την υπόθεση. Το θύμα ήταν ο Στιβεν Τζόνσον, από την Καλιφόρνια στην Αμερική. Τραπεζίτης. Ήταν παντρεμένος με δυο παιδιά. Έχουν ειδοποιηθεί για το θάνατο του. Δεν ξέρουμε ακόμα γιατί ήρθε στην Ελλάδα."
Σκατα.
"Ξέρετε το κίνητρο;" Ρώτησε ο Μάριος χτυπώντας νευρικά το πόδι του στο πάτωμα. Αμάν θα του κόψω αυτό το πόδι.
"Δεν ήταν ληστεία. Το πορτοφόλι του ήταν ανέπαφο. Θέλω να μου πείτε ότι θυμάστε".
Του είπαμε μια ιστορία πως πηγαίναμε για παγωτό, χαθήκαμε και βρεθήκαμε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Πάντως οι πληροφορίες μας για τον δολοφόνο ήταν λιγοστές. Το μόνο που μπορούσαμε να πούμε με σιγουριά ήταν πως ήταν άντρας και σχετικά ψηλός.
"Υπάρχει και κάτι ακόμα. Ο Τζόνσον είχε ένα ταττού στο μπράτσο. Ένα κρανίο με ένα φίδι. Αυτό το σύμβολο ανήκει σε μια πολύ επικίνδυνη συμμορία που δρα σε παγκόσμια κλίμακα, τα Ερπετικά Κρανία."
"Τι πρωτότυπο όνομα. Είναι και ο Βόλντεμορτ στην ομάδα;", ξεφουρνίσα.
Ο ηλίθιος μου έδωσε μια αγκωνιά.
"Αουτς".
Ο αστυνομικός συνέχισε
"Αλλά λογικά θα είστε ασφαλείς μιας και δεν έχουν δει τα πρόσωπα σας."
"Ναι. Εδώ υπάρχει ένα προβληματάκι.", είπα σιγανά.
Ο Παπαδημητρίου με κοίταξε υψώνοντας το φρύδι.
"Νομίζω, βασικά είμαι σίγουρη πως με είδε. Αλλά τι μπορεί να κάνει κάποιος με ένα πρόσωπο. Δεν ξέρει καν το όνομα μου."
"Πάρα πολλά. Υποψιάζομαι κιόλας πως αυτή η συμμορία έχει αυτιά και ματιά στην αστυνομία."
Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Μάριο να κοιτά ύποπτα την κάμερα στο ταβάνι. Συνειδητοποίησα πως οι παλάμες μου είχαν ιδρώσει. Ο Παπαδημητρίου άρχισε να διαβάζει γρήγορα τα χαρτιά του μονολογώντας σιωπηλά. Μετά από ότι μου φάνηκε για ώρες σήκωσε το κεφάλι.
"Ναι... Δεν βλέπω άλλη επιλογή. Θα πρέπει να σας βάλουμε σε πρόγραμμα προστασίας. Μεθαύριο θα φύγετε από την πόλη."
"ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ!;", ρωτήσαμε εγώ και ο Μάριος ταυτόχρονα.
Εγώ συνέχισα. "Δεν είναι δυνατόν έχουμε σχολείο, οικογένειες..."
"Η ασφάλεια σας προέχει", είπε ο αστυνομικός με ύφος που δεν σήκωνε κουβέντα. "Θα πληροφορηθείτε για τις λεπτομέρειες αργότερα σήμερα ή αύριο."
Αγνοώντας τα σοκαρισμένη πρόσωπα μας σηκώθηκε.
"Και τώρα με συγχωρείτε ένα λεπτό"
Και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Οι επόμενες δύο ώρες πέρασαν ταχύτατα. Μας μοίρασαν έγγραφα που μας εξηγούσαν τους 'κανόνες'. Όχι τηλέφωνα, όχι social media, όχι επικοινωνίες με την παλιά μας ζωή. Θα εξαφανιζόμασταν λες και δεν είχαμε ποτέ υπάρξει. Πριν καλά καλά το καταλάβω υπέγραφα ένα έγγραφο που έλεγε πως από εδώ και εξής θα με λέγανε Ηρώ Χρύσου. Και κατά τις πέντε βρήκα τον εαυτό μου στην έξοδο με τον Μάριο, που τώρα κυκλοφορούσε με το επίθετο Θεωδώρου. Σταθήκαμε αμίλητοι για λίγο μην θέλοντας να σπάσουμε τη σιωπή αλλά ούτε να φύγουμε. Τέλος αναστέναξε

«Ρε, ευχαριστώ που δεν με μαρτύρησες. Για μια στιγμή νόμισα πως είμαι χαμένος από χέρι. Οπότε ξέρεις, ευχαριστώ.»

Ένιωθα ακόμα λίγο χαμένη αλλά κατόρθωσα να απαντήσω

«Κοίτα, από ότι κατάλαβα θα μείνουμε μαζί για λίγο. Τουλάχιστον μέχρι να πιάσουν τους κακούς ή να βρούμε και οι δύο τραγικό θάνατο», έβγαλα ένα γέλιο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λιγμός. «Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι. Δε θέλω να έχω καμία απολύτως σχέση μαζί σου ή με ανθρώπους σαν εσένα. Απλώς παράτα με ήσυχη. Μπορούμε να παίζουμε αυτή τη μαλακία πως είμαστε κολλητοί και τα ρέστα αλλά ως εκεί. Έγινα κατανοητή;»

Με κοίταξε για λίγο και κατάλαβε πως το εννοούσα.

«Οκ μην ανησυχείς. Δεν θα είμαι στα πόδια σου. Σου χρωστώ χάρη».

Προσπαθώντας να κρύψω έναν αναστεναγμό ανακούφισης έφυγα για το σπίτι.

The Wrong MomentWhere stories live. Discover now