Κεφάλαιο 2

39 4 0
                                    

Λοιπόν μπορώ να σας πω με σιγουριά πως στη ζωή μου δεν συμβαίνει τίποτα συναρπαστικό. Μεγάλοι έρωτες, τραγικά αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, τεράστιες κληρονομιές από μακρινή θεία, όλα αυτά τα τρομερά πράγματα καλά και κακά συμβαίνουν σε άλλους και συνήθως εγώ τα μαθαίνω όλα από τρίτο χέρι. Οπότε το να με ληστέψει κάποιος ήταν κάτι εξωπραγματικό για μένα. Φαίνεται όμως πως αυτή η μέρα είναι εξωπραγματική.
«Μην καθυστερείς, δώσε τα λεφτά σου τώρα», φώναξε ο τύπος γυροφέρνοντας φρικιαστικά κοντά το μαχαίρι.
Θυμήθηκα κάτι που είχε πει παλιά ένας δάσκαλος αυτοάμυνας που είχε έρθει στο σχολείο
«Άμα αυτός που σας απειλεί έχει όπλο κάντε ότι λέει. Μην βάλετε τη ζωή σας σε κίνδυνο».
Έριξα μια ματιά γύρω μου. Μήπως υπάρχει κοντά ένα ομορφόπαιδο γεμάτο μυς να με σώσει;; Ένα περιστέρι βλέπω... μπα δεν υπάρχει κάνεις.
«Εντάξει, εντάξει... Απλώς πρόσεχε με αυτό το σουγιά..»

Έκανα ένα βηματάκι μπροστά, πήρα ανάσα και του έδωσα μια κλωτσιά. Κατευθείαν στην οικογένεια. Αμέσως διπλώθηκε στα δυο. Κλότσησα το μαχαίρι μακριά. Ή μάλλον προσπάθησα να το κλότσησα φάση καράτε κιντ, αλλά αστόχησα, πήγα να πέσω και το έσπρωξα μακριά με το πόδι μου στη πορεία. Φάτα ρε δάσκαλε. Ήμουν τόσο χαρούμενη που παραλίγο να δώσω κολλά πέντε στον εαυτό μου. Συγκρατήσου όχι σε δημόσιο χώρο. Ήδη προσπαθούν κάποιοι να σε κλείσουν στο Δαφνί. Ε καλά τώρα δεν βαράς κάποιον κακοποιό κάθε μέρα. Και αυτό μου θυμίζει....
Ο ληστής είχε σηκωθεί και πάλι όρθιος αν και βαριανάσανε.
«Εσύ μαντάμ έχεις προβλήματα.»
«Κάτσε ένα λεπτό. Πας να ληστέψεις κάποιον μέρα μεσημέρι σε δημόσιο χώρο και τις τρως. Δυο φορές!! Και μετά εγώ είμαι αυτή που έχει προβλήματα; Και σκάσε γιατί θα καλέσω την αστυνομία.»
«Τι με αυτό;», είπε κοροϊδευτικά και κούνησε μπροστά από το πρόσωπο μου ένα κινητό. Κάτσε λίγο...
«Ε αυτό είναι δικό μου!»
Ο ληστής όμως είχε γίνει καπνός.
«Περίμενε!», φώναξα και έτρεξα από πίσω του. Δεν παρέλειψα να βρίσω από μέσα μου εμένα, εκείνον και τα καταραμένα πατατάκια που με έκαναν βγω από το σπίτι μου. Πάει από αύριο δίαιτα.
Πρέπει να τρέχαμε κανά δεκάλεπτο και ήμασταν πια σε δρομάκια που δεν τα ήξερα. Στο τέλος ενώ ήμασταν σε ένα στενάκι εκείνος παραπάτησε και εγώ κέρδισα αρκετό χρόνο ώστε να τον αρπάξω από την κουκούλα. Έμεινα λίγο από αυτό που είδα. Ήταν νέος στην ηλικία μου άντε ένα δυο χρόνια μεγαλύτερος με αρκετά ωραίο πρόσωπο άμα σκεφτείς ότι μόλις είχε φάει μπουνιά. Είχε καστανόξανθα μαλλιά και κάστανα ματιά. Ήταν πολύ όμορφος και όταν βρίσκεσαι μπροστά σε ένα όμορφο αγόρι πρέπει και εσύ να πεις κάτι όμορφο:
«Ουφ Ουφ γαμωτο τι καθυστέρηση έχεις δώσε το Ουφ καταραμένο κινητό μου, αλλιώς Ουφ θα...».
Και εκεί έμεινα χωρίς ανάσα.
Μείναμε για κανά δυο λεπτά προσπαθώντας να ξαναβρούμε την ικανότητα να μιλήσουμε σαν άνθρωποι.
«Και τώρα το κινητό μου», είπα προσπαθώντας να ακουστώ αποφασιστική και επιβλητική. Νομίζω πως ακούστηκε περισσότερο σαν:
«Ουφ τυρί κντο μουυυ», αλλά ο τύπος που θα τον λέμε από τώρα ηλίθιο πρέπει να έπιασε το νόημα γιατί το ξανάβαλε στα πόδια.
«Άντε πάλι», μουρμούρισα και έτρεξα ξοπίσω του.
Ξαφνικά όμως ο ηλίθιος σταμάτησε απότομα και εγώ έπεσα πάνω του.
«Τι στο διάολο...»
«Σκάσε λίγο. Κάποιοι είναι εκεί στο βάθος»
Όντως είδα δυο άντρες στο στενάκι να συνομιλούν κάνοντας έντονες χειρονομίες.
«Ωραία έχω να πω για κάποιο μαλακά που κλέβει κινητά»
«Κάτσε ρε ηλίθια αυτοί μαλώνουν»
«Ποιαν είπες ηλ..»
Εκείνη τη στιγμή οι δυο μορφές άρχισαν να φωνάζουν κάτι που αδυνατούσα να καταλάβω, ο ένας πήγε να σπρώξει τον άλλον και ΜΠΑΜ! Ένας πυροβολισμός. Ξαφνικά ο ένας ήταν στο πάτωμα και ο άλλος το έβαλε στα πόδια.
«Σκατά», φώναξα, κάτι που δεν ήταν λογικά το πιο έξυπνο πράγμα γιατί ο τύπος που το βάζει στα πόδια γυρνά και με κοιτάει. Ο χρόνος σταματάει. Προσπαθώ να διακρίνω το πρόσωπο του αλλά ο ήλιος το κρύβει. Αλλά είμαι αρκετά έξυπνη για να καταλάβω πως εκείνος μπορεί να δει τα χαρακτηριστικά μου. Στέκεται για λίγο σαν να προσπαθεί να σκεφτεί τι να κάνει και ύστερα φεύγει τρέχοντας.
Είμαστε πάλι εγώ, ο ηλίθιος και ο τύπος στο πάτωμα.
«Είσαι βλαμμένο;», λέει οργισμένος ο ηλίθιος «είδε το πρόσωπο σου».
Ύστερα κοιτάει τον πεσμένο. «Αυτός πέθανε;;»
«Δεν ξέρω. Κύριε, εεε κύριε». Καμία απάντηση. Δεν σκέφτομαι. Τον πλησιάζω και αποφεύγοντας να τον κοιτάξω του δίνω μια κλωτσιά. «Εεε άνθρωπε !»
«Πας καλά τι τον χτυπάς, ο τύπος είναι μακαρίτης», λέει ο ηλίθιος που έχει πλησιάσει.
Κοιτάζω και έχω δει αρκετά αστυνομικά για να διαπιστώσω πως έχει δίκιο. Ο άνδρας που κείτεται στο έδαφος δεν είναι πάνω από 40, αλλά από την αιματηρή τρύπα στο μέτωπο καταλαβαίνω πως δεν θα μεγαλώσει άλλο. Τα λασπένια του μάτια κοιτάνε το κενό αλλά για κάποιο λόγο μου φαίνεται σαν να έχουν καρφωθεί πάνω μου. Βλέπω αίμα παντού και είναι αυτό το ροζ πράγμα μέσα στη πληγή ο εγκέφαλος του;;
"Σκατά" επαναλαμβάνω γιατί άμα δεν βρίσω θα αρχίσω να ουρλιάζω, να κλαίω και μπορεί και να λιποθυμήσω, για αυτό εγώ βρίζω και κοιτάω τον νεκρό. Και έτσι μένουμε εγώ και ο ηλίθιος σιωπηλοί με έναν που θα μείνει για πάντα σιωπηλός μέχρι που ηχούν οι σειρήνες της αστυνομίας.

The Wrong MomentUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum