1

141 24 5
                                    

Στο τζάκι η φωτιά έκαιγε δυνατά. Σπάνια ήταν αναμμένη μιας και το μικρό ορφανοτροφείο δεν είχε καθόλου λεφτά για να πληρώσει κάποιον να πάει για να κόψει ξύλα. Η Έσμα καθοταν ησυχα στο ξύλινο πάτωμα προσπαθώντας απεγνωσμένα να ζεσταθει. Το ξεφτισμενο , σκουρο απο την βρώμα και την υγρασια παντελονάκι της δεν τη χωρούσε πια και ετσι δεν τη βοηθούσε καθολου στην προσπάθειά της να ζεσταθεί. Το δωμάτιο γύρω της ήταν γεμάτο απο παιδια που φωναζαν και γελούσαν σπάζοντας της τα νεύρα. Εκανε πολύ κρυο εξω για να βγει  και να  αποφύγει το θόρυβο, ετσι συνεχισε να κάθεται βουβή στην γωνια της κοιτάζοντας με προσήλωση τη φωτια που τριζοβολούσε μπροστά της.

                Μια σπίθα πετάχτηκε και άρχισε να στροβιλίζεται στον αερα σαν πυγολαμπίδα. Τα ματια της Έσμα έλαμψαν για λίγο στο ίδιο χρώμα με την σπίθα. Αμέσως πήδηξε ορθια τρομαγμένη και έτρεξε όσο πιο μακριά μπορούσε φωνάζοντας. ''Φωτιά! '' σφύριξε μέσα από τα δόντια της και για το υπόλοιπο της ώρας  κοίταζε από απόσταση με ματια γουρλωμενα τις χρυσοκόκκινες φλόγες στο τζακι. Ολοι στο ορφανοτροφειο γνωριζαν για τον ανεξήγητο φόβο της για τη φωτιά. 

Τα μάτια της λύκαιναςWhere stories live. Discover now