4

73 17 3
                                    

------- Η Έσμα  βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. -------

------- Μες την αναταραχή πήδηξε ανάμεσα στο πλήθος και εξαφανίστηκε. -------

Δεν ήξερε τι σκεφτόταν τη στιγμή που το έκανε αυτό.

 Από τη μία ήθελε σαν τρελή να εξερευνήσει τα γραφικά σοκάκια και να θαυμάσει την ομορφιά της πόλης όσο περισσότερο μπορούσε.

 Από την άλλη βαθιά μέσα της γνώριζε ότι κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί. Δεν ήξερε πως ακριβώς μπορούσε να το καταλάβει, απλά το ένιωθε. 

Ένας κίνδυνος παραμόνευε κάπου κοντά.

Από μικρή είχε αυτό το συναίσθημα του κινδύνου. Από τότε που έχασε τους γονείς της και βρέθηκε στο ορφανοτροφείο. Στην πραγματικότητα κανείς δεν ήξερε τίποτα για τους βιολογικούς της γονείς, απλά προσποιούνταν πως είχαν πεθάνει σε ατύχημα για να 'χουν κάτι να της λένε όταν τους ρωτούσε .

Το μόνο που είχε από αυτούς ήταν μια θολή ανάμνηση:

 Βρισκόταν σε μια καλύβα τυλιγμένη στις φλόγες. Μια γυναίκα την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της και το κλάμα ενός μωρού  ακουγόταν από κάπου μακριά. Ξαφνικά ένας κρότος σαν ξύλο που σπάει ακούγεται και η καλύβα άρχισε καταρρέει!

 Η Έσμα θυμάται τον εαυτό της να εκτινάσεται  στον αέρα και να πέφτει λίγο πιο μακριά από τα φλεγόμενα ερείπια και η γυναίκα που την κρατούσε βρίσκονταν τώρα εγκλωβισμένη ανάμεσά τους. Την άκουσε να φωνάζει σε κάποιον.

''Να τους προσέχεις! Μην τους αφήσεις ποτέ απ' τα μάτια σου! 

''Σας αγαπώ όλους σας!!''

Αυτά είπε πριν η καλύβα καταρεύσει εντελώς από πάνω της. Από 'κει και πέρα θυμάται ελάχιστα πράγματα: Μια σκοτεινή φιγούρα να την πλησιάζει και την αίσθηση υγρής γούνας πάνω στο δέρμα της.

Αυτή η ανάμνηση παίζονταν ξανά και ξανά στο μυαλό της αρκετά συχνά τώρα τελευταία. Την τρόμαζε και αν μπορούσε θα την έσβηνε τελείως από την μνήμη της. Μα δεν μπορούσε.Ούτως ή άλλως αυτή ήταν ο κύριος λόγος που φοβώταν τόσο την φωτιά.

Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της σε μια προσπάθεια να καθαρίσει το μυαλό της. Ο κόσμος γύρω της ήταν πάρα πολύς με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει πουθενά τους δικούς της. Κρύος ιδρώτας άρχισε να την λούζει στην ιδέα πως μπορεί να χάνονταν εντελώς. Τον δρόμο της επιστροφής τον ήξερε καλά, αλλά δεν θα τολμούσε να περπατήσει μόνη της το σκοτεινό δρομάκι που περνούσε μέσα από το δάσος. 

Πολλές ιστορίες μιλούσαν γι' αυτό το δάσος και τα μυστικά του. Για πνεύματα κρυμμένα στα δέντρα που σου 'τρωγαν την ψυχή. Για μάγισσες και απομονωμένες φυλές στα βάθη του, και για τέρατα σαρκοβόρα με νύχια και δόντια από ατσάλι.

'' Όχι! Ούτε γι' αστείο δεν το κάνω εγώ αυτό!'' 

Γύρισε απότομα και σπρώχνοντας τους πάντες γύρω της άρχισε να τρέχει προς τη πλατεία όπου είχε αφήσει την μικρή ομάδα του ορφανοτροφείου.

Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της.

  Κανείς δεν βρισκόταν πια εκεί!

Άρχισε να τρέχει γύρω γύρω την πλατεία χωρίς βέβαια να έχει κανένα αποτέλεσμα. 

''Δεν μπορεί να έφυγαν έτσι απλά! Κάπου πρέπει να είναι!'' 

Έκανε κύκλους μιλώντας στον εαυτό της απελπισμένη.

'' Ήρεμα Έσμα. Πάρε μερικές ανάσες. Άμα τρέξεις μπορεί να τους προλάβεις. 

Χωρίς να χάσει λεπτό όρμησε μπροστά τρέχοντας. Δεν έπρεπε να τους χάσει σε καμία περίπτωση, αλλιώς θα έπρεπε να περάσει το μονοπάτι
μόνη της...

Τα μάτια της λύκαιναςWhere stories live. Discover now