3

87 19 3
                                    

Στον δρόμο για την πόλη η χιονόπτωση δεν είχε ελαττωθεί καθόλου. Τα παιδιά τα οποία είχαν επιλέξει να επισκεφτούν την πόλη, σιγά σιγά, το τσουχτερό κρύο τα έκανε να μετανιώνουν. Περπατούσαν όλα τους σε μια μεγάλη φιδογυριστή γραμμή.

  Η κ. Άγκαθα σε όλη τη διαδρομή φώναζε και έσπρωχνε τα παιδιά να πάνε γρήγορα. Εκείνα, μουδιασμένα απ' το κρύο δεν μπορούσαν να κάνουν πιο γρήγορα και γκρίνιαζαν ακατάπαυστα. Η Έσμα παριστάνοντας τη γενναία προχωρούσε μπροστά, παρ' όλη την κούραση που ένιωθε.

Της φαίνονταν πως περπατούσαν για ώρες, αλλά στην πραγματικότητα η διαδρομή τους είχε διαρκέσει λιγότερο από είκοσι λεπτά. Ήδη μπορούσε να διακρίνει από μακριά τα φώτα της πόλης  στο μισοσκόταδο. Μια χιονονιφάδα ήρθε και κάθισε στο μάγουλό της και χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί άλλο μουρμούρισε στον εαυτό της.

''Μα καλά ήταν ανάγκη να μας φέρουν εδώ νυχτιάτικα;''

Η κ. Άγκαθα που περιπολούσε πέρα δώθε στην γραμμή των παιδιών, έτυχε να ακούσει το μουρμούρισμα της Έσμα και άρχισε ξανά να γκαρίζει...

''Και συ τι λαλείς παλιόπαιδον; Νομίζεις πως εμένα μ' αρέσει αυτό που περνάω για σας!! Άντε τώρα μην σε πετάξω στους λύκους να ησυχάσομεν!

Η Έσμα στο άκουσμά της διευθύντριας του ορφανοτροφείου γύρισε απότομα προς το μέρος της και με μια ματιά όλο μίσος έφτυσε στο χώμα.

''Μα πως τολμ-''

 Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της. Η Έσμα είχε φύγει ήδη μπροστά τρέχοντας. Αδιαφορώντας για την κατσάδα που θα έτρωγε αργότερα, κρύφτηκε ανάμεσα σε μια παρέα παιδιών που προχωρούσαν μιλώντας ζωηρά.Καθώς περπατούσε ανάμεσά τους, σύντομα ξεχάστηκε και βάλθηκε να παρατηρεί την ομορφιά γύρω της. 

Είχανε πλέον μπει στην πόλη και η Έσμα δεν το είχε προσέξει καν! Δεν την είχε ποτέ της  επισκεφτεί πριν (το ορφανοτροφείο βρισκόταν περιτριγυρισμένο από δάσος)και τώρα της προκαλούσε τεράστια εντύπωση!

Περπατούσε ζωηρά σταματώντας κάθε τόσο για να χαζέψει τις γεμάτες βιτρίνες. Γύρω της όλα ήταν στολισμένα με λαμπερά, πολύχρωμα φωτάκια και σε συνδυασμό με τις χιονονιφάδες που συνέχιζαν να πέφτουν απαλά στο χώμα, δημιουργούσαν ένα πανέμορφο θέαμα.

''Τι όμορφα που είναι όλα αυτά τα φώτα''

Μέσα από μια ατμόσφαιρα έκπληξης αλλά και χαράς η Έσμα μαζί με τους άλλους έφτασαν στην κεντρική πλατεία, όπου βρισκόταν στημένο ένα τεράστιο στολισμένο δέντρο. Επιφωνήματα θαυμασμού ακούγονταν απ' παντού. 

''Υπάρχουν τόσα καινούργια πράγματα που είναι η πρώτη φορά που τα βλέπω. Μακάρι να μπορούσε να συνεχιστεί όλο αυτό για πάντα''

Οι επόμενες ώρες όμως πέρασαν αργά και βασανιστικά. Πλήθος ατόμων είχε έρθει για να παρακολουθήσει την εκδήλωση. Ένα σωρό άνθρωποι ανέβηκαν στο βάθρο στη μέση της πλατείας βγάζοντας μακρούς, βαρετούς λόγους. Κανένας δεν ήταν γνώριμος της Έσμα, και το γεγονός ότι έπρεπε να κάτσει όρθια χωρίς να βγάλει άχνα της έφερνε ένα συναίσθημα απέχθειας για οποιονδήποτε γύρω της.

 Ευτυχώς γι' αυτήν η εκδήλωση κάποια στιγμή τελείωσε.

Η κ. Άγκαθα άρχισε να προσπαθεί να μαζέψει τα παιδιά γύρω της.

 Η Έσμα βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε.

 Μες την αναταραχή πήδηξε ανάμεσα στο πλήθος και 

εξαφανίστηκε...

Τα μάτια της λύκαιναςWhere stories live. Discover now