B.i

568 44 2
                                    

Γιώργος: Χρήστο

Χρήστος: ??

Γιώργος: Βαριεμαι...

Χρήστος: συγκινήθηκα

Γιώργος: ...

Χρήστος: Θα ηθελα παρα πολυ να κατσω να σε ακουω να λες μαλακιες ολη την ωρα

Γιώργος: χρηστοοο

Χρήστος: αλλα πρέπει να φύγω

Γιώργος: ποιο λεωφ παιρνεις??

Χρήστος: το 23

Χρήστος: γιατί;

Γιώργος: τπτ

Χρήστος: κ

Χρήστος: βζουυυν

Γιώργος: θεοι δωστε μ δυναμη

.

Παράτησε το κινητό του και ντύθηκε γρήγορα. Πήρε την τσάντα του και αρπάζοντας ένα κομμάτι κέικ βγήκε απ' το διαμέρισμα.

Κατέβηκε τον τόσο γνωστό δρόμο. Δεν είχε αργήσει για την στάση του οπότε δεν βιαζόταν και πολύ. Περπατώντας αργά άφησε το μυαλό του ελεύθερο. Ο καιρός καλυτέρευε που σήμανε τον ερχομό της άνοιξης.

Έφτασε στην στάση του και τελείωνε την τελευταία μπουκιά από το κέικ. Πάνω που ήταν έτοιμος να κάτσει το λεωφορείο φάνηκε στην στροφή και κατευθείαν ίσιωσε το κορμί του. Παρ' όλο που μετακινούταν με το αστικό χρόνια πάντα τον άγχωνε εκείνη η στιγμή που έπρεπε να βγάλει τα λεφτά του, ακόμα και αν δεν υπήρχε λόγος. Η πίσω πόρτα άνοιξε και είδε τον Γιώργο πίσω της. Πνίγηκε στα ψίχουλα που είχαν μείνει στο στόμα του. Ευτυχώς που ήταν μια ηλικιωμένη που έμπαινε από την μπροστινή είσοδο γιατί δεν θα προλάβαινε να μπει μέσα.

«Πηγαίνεις κάπου;» άκουσε τον Γιώργο και τον είδε να τείνει το χέρι του προς το μέρος του. Κατέβασε το κέικ και πιάνοντας το χέρι του μπήκε γρήγορα μέσα.

«Τι κάνεις εδώ;»

«Έκπληξη;» έκανε κουνώντας τα χέρια του.

«Ουάου τέλεια έκπληξη»

«Ναι, είπα να πάμε μια βόλτα και να σου φτιάξω τη μέρα με την παρουσία μου»

Ο Χρήστος γέλασε κερδίζοντας μερικά βλέμματα από γύρω. Όπως πάντα το 23 ήταν γεμάτο. Στάθηκε όρθιος δίπλα στον Γιώργο και σχεδόν ήταν κολλημένος πάνω του.

«Δεν έχεις να διαβάσεις;»

«Έχω εσένα»

Η απάντηση ήταν τόσο γρήγορη που ο Χρήστος έστρεψε απότομα το κεφάλι του προς το μέρος του ξαφνιασμένος.

Ένα, σχεδόν μηδαμινό, κόκκινο εντοπιζόταν στα μάγουλα του Γιώργου που κοιτούσε αλλού. Όταν τα βλέμματα τους ενώθηκαν άρχισαν να γελάνε υστερικά.

Ένα κλάμα μωρού τους διέκοψε. Γύρισε προς τα εκεί και είδε μια κυρία με ένα περίεργο πράσινο φόρεμα να τον κοιτάει αυστηρά ενώ προσπαθούσε ταυτόχρονα να ησυχάσει το μωρό που ήταν στην αγκαλιά της. Το βλέμμα της τον κάρφωνε και κάτι κρύο σαν να διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του. Με μισόκλειστα μάτια η γυναίκα έριξε το βλέμμα της προς τα κάτω. Ο Χρήστος το ακολούθησε και είδε ότι ακόμα κρατούσε το χέρι του Γιώργου. Έμεινε να κοιτάει την εικόνα με το χέρι του δεμένο με αυτό του άλλου αγοριού. Το τράβηξε απότομα.

Ο Γιώργος που μέχρι τώρα χάζευε έξω απ' το παράθυρο τον κοίταξε προς το μέρος του. Ο Χρήστος πλησίασε και του ψιθύρισε τι είχε συμβεί και έδειξε με ένα κούνημα του κεφαλιού τη γυναίκα. Μόλις την κοίταξαν και οι δύο μαζί η κυρία ανακάθισε στη θέση της κοιτώντας αλλού.

Ο Γιώργος δεν είπε τίποτα και η αλήθεια είναι ότι ο Χρήστος δεν ήθελε να ακούσει κάτι.

Στην επόμενη στάση κατέβηκαν αρκετοί, όπως και η κυρία με το περίεργο πράσινο φόρεμα και το λεωφορείο σχεδόν άδειασε.

Ο Χρήστος χαλάρωσε το σώμα του και ακούμπησε πάνω στου Γιώργου, κρύβοντας επίσης το πρόσωπό του στον ώμο του. Ένιωσε τον Γιώργο να χαμογελάει.

1+1=2 [b×b]Where stories live. Discover now