Γ.iii

451 38 4
                                    

Ξυπνητήρι. check

Ξύπνημα. check

Αποχαιρετισμός μαμάς. check

Σχολείο. no check

Μπήκε στο προαύλιο και δύο κορίτσια που μιλούσαν δίπλα στην πόρτα σταμάτησαν για να τον κοιτάξουν επίμονα.

Οκ, σκέφτηκε, τι σκατά;

Συνέχισε να περπατάει κοιτώντας αλλού.

Και όλα πήγαν καλά.

Αν εξαιρούσε το γεγονός ότι το ίδιο ακριβώς πράγμα έγινε με τις επόμενες πέντε παρέες που συνάντησε καθώς έμπαινε στο σχολείο. Και οι δυο τελευταίες γελούσαν κι όλας.

Τι σκατά, τι σκατά;

Έπιασε το πρόσωπό του μήπως είχε οδοντόκρεμα, πάτησε τα μαλλιά στο κεφάλι του προσπαθώντας να μειώσει τον όγκο τους, σήκωσε το παντελόνι του, ταίριαξε την μπλούζα του.

Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον κοιτούσαν όλοι. Όλα ήταν... συνηθισμένα.

Έπιασε τα γυαλιά του λες και μπορούσε να κρυφτεί έτσι απ' το κοφτερό βλέμμα που του έριχναν όλοι.

Τώρα μια παρέα από μεγαλόσωμα αγόρια τον κοιτούσαν με μισό βλέμμα και ο Χρήστος παραλίγο να αρχίσει να κλαίει απ' το φόβο του.

Χα χα τη γάμησα, πάει. Χάρηκα όσο έζησα, η μητέρα μου με αγαπάει, οι βαθμοί μου ήταν καλοί μέχρι και την τελευταία στιγμή, πρόλαβα να γαμηθώ και λίγο απ'τον Γιώργο. Αντίο ωραία ζωή. Α ναι και η φίλη του η Ζωή, ευχαριστώ για τις πολύτιμες στιγμές που-

Ο μονόλογος του κόπηκε όταν ένιωσε κάτι να χτυπάει τον ώμο του.

Γύρισε και εκείνη τη στιγμή το αγόρι που τον είχε σπρώξει του ψιθύρισε: «Πουστράκι»

Πάγωσε στη θέση του κοιτώντας τον που πήγαινε τώρα στην παρέα του που τον υποδέχτηκαν με γέλια. Δεν τους ήξερε καν.

Τράβηξε το βλέμμα του και ένιωσε κάτι πικρό να ανεβαίνει στο λαιμό του, οι σκέψεις του έτρεχαν χωρίς τελικά να βγάζουν συνοχή. Τα μάτια του σταματάν σε δύο μεγάλα καστανά μάτια. Τον κοιτάν με μια υπεροψία, με μια αηδία. Η Αναστασία είχε ένα μικρό χαμόγελο στα λεπτά χείλι της. Σαν να του έλεγε κάτι που ο Χρήστος δεν μπορούσε να καταλάβει.

«Χρήστο» άκουσε μια γνώριμη φωνή.

Η Ζωή τον κοιτούσε με ακόμη ένα βλέμμα που δεν μπορούσε να διαβάσει. Γιατί όλοι τον κοιτούσαν τόσο περίεργα.

«Γιατί δεν απαντάς στα μηνύματά σου; Που ήσουν;»

«Δεν-» του έπιασε το χέρι απ' τον καρπό.

«Πάμε να φύγουμε»

«Τι;»

«Χρήστο» έσφιξε περισσότερο τον καρπό του «Πάμε να φύγουμε»

Τον τράβηξε μακριά.

.

Τρεις μέρες πριν. Σπίτι Ραφαήλ, κουζίνα. Γύρω στις τρεις με τέσσερις το πρωί.

«Το πήρα, το πήρα»

Η Μαρίνα μπήκε μέσα ενώ η Αναστασία της έκανε σήμα να κάνει ησυχία παρ' όλο που και οι δύο γελούσαν χαμηλά.

«Τι περιμένεις λοιπόν, άνοιξέ το» την παρότρυνε.

Η Μαρίνα στάθηκε λίγο.

«Δεν ξέρω ρε Αν, μήπως δεν πρέπει;»

«Γιατί; Φοβάσαι ότι όντως σε απατάει χαζή;»

«Όχι! Απλά ξέρεις πως είναι, δεν θέλω να τον προσβάλω ή κάτι τέτοιο»

«Σιγά ρε Μαρίνα, το αγόρι σου είναι, τα έχετε εδώ και τέσσερις μήνες! Νομίζω θα καταλάβει... Αν το μάθει πρώτα βέβαια» της είπε η Αναστασία με ένα γέλιο. Το άλλο κορίτσι κούνησε το κεφάλι της.

«Δίκαιο έχεις, σίγα το πράγμα» είπε και πάτησε το κουμπί για να ενεργοποιηθεί η συσκευή.

Ο Ραφαήλ είχε κωδικό.

«Βάλε την ημερομηνία γέννησης του» είπε η Αναστασία καθώς κοιτούσε την οθόνη δίπλα της.

Η Μαρίνα πάτησε τους αριθμούς και το κινητό άνοιξε.

«Αυτό ήταν πολύ εύκολο» κοίταξε τη φίλη της.

«Μαρίνα» είπε η Αναστασία με τα μάτια της κολλημένα στην οθόνη «Τι ακριβώς;»

«Τι;» το κορίτσι έστρεψε το βλέμμα της πίσω στο κινητό.

Στην οθόνη υπήρχε μια εικόνα. Μια φωτογραφία. Ένα αγόρι με κλειστά μάτια και μισάνοιχτο στόμα. Τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο μέτωπό του από τον ιδρώτα και τα υπόλοιπα μπερδεμένα ήταν απλωμένα στο μαξιλάρι γύρω του. Το στέρνο του γυμνό φαινόταν ανασηκωμένο και έμοιαζε να παίρνει αναπνοή, σχεδόν μπορούσες να την ακούσεις.

«Μαρίνα, τι κάνει γυμνός ο Χρήστος Αντωνίου στο κινητό του αγοριού σου;» είπε η Αναστασία «Μισό λεπτό» έπιασε το κινητό στο χέρι της «Αντρικό χέρι είναι αυτό που τον κρατάει! Ο Ραφ είναι γκέι;!»

Η Μαρίνα είχε παγώσει στη θέση της.

«Εμ...» έκανε αργά «Όχι ανόητη» έβγαλε ένα μικρό γέλιο, τράβηξε το μαλλί πίσω απ' το αυτί της.

«Μην μου πεις ότι δεν έχεις ξαναδεί αυτή τη φώτο, είναι παντού, χα χα, λογικά την έστειλε κάποιος στον Ραφ» το ψέμα κύλισε εύκολα στο στόμα της.

«Αλήθεια; Δεν την έχω ξαναδεί»

«Επειδή είσαι τριάντα χρόνια πίσω» γέλασε ψεύτικα «Να ορίστε σου τη στέλνω για να την έχεις και εσύ»

«Χαχα, ότι να' ναι»

1+1=2 [b×b]Où les histoires vivent. Découvrez maintenant