Γ.vii

476 42 9
                                    

Ευτυχώς η μαμά του δεν παρατήρησε τον τρόπο που κούτσαινε ελαφρά, ή την ματωμένη μπλούζα, ή τους επιδέσμους. Αυτό που παρατήρησε η μητέρα του δεν είχε καμία σχέση με το περιστατικό που του συνέβη.

«Χρήστο μπορώ να μπω;» χτύπησε την πόρτα του μερικές μέρες μετά το επεισόδιο.

«Ναι» απάντησε και προσπάθησε να καθίσει ίσια στην καρέκλα του. Η γυναίκα μπήκε και έκατσε αργά στο κρεβάτι του, όπου καθόταν πάντα. Ο παλμός του χοροπηδούσε στον λαιμό του και το μόνο πράγμα που μπορούσε να ακούσει ήταν η καρδιά του να τρέμει, μαζί με ένα επανειλημμένο: Τα έμαθε όλα, τα έμαθε όλα, τα έμαθε όλα.

«Χρήστο με πήγα να ρωτήσω για την επίδοση σου στο σχολείο»

Τι;

«Μου είπαν ότι έχεις πέσει τις τελευταίες εβδομάδες συνέβη κάτι;»

Εμμ... δεν ξέρω, κάτι σαν, ας πούμε, το αγόρι με το οποίο είμαι ερωτευμένος να με προδίδει και να μοιράζετε γυμνές φωτογραφίες σε όλο το σχολείο και μετά να με σαπίζουν στο ξύλο και μετά, εδώ είναι το καλό, να έρχεται να με βοηθήσει λέγοντας ότι δεν ήθελε ποτέ να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω, μαμά. Είμαι λίγο μπερδεμένος.

«Δεν ξέρω μαμά... Για την ακρίβεια είμαι λίγο κουρασμένος αυτές τις μέρες»

«Κουρασμένος;» τον κοίταξε με ένα τελείως ανήξερο βλέμμα και ο Χρήστος ένιωσε κάτι να σπάει μέσα του.

Και άρχισε να κλαίει. Δεν το σχεδίασε καθόλου, δεν τον προειδοποίησε καθόλου ο οργανισμός του. Απλά άρχισε να κλαίει με δυνατούς λυγμούς, κάτι να σφίγγει στο στέρνο του και μια πικρή γεύση στο στόμα του. Έκρυψε το πρόσωπο του στις παλάμες του.

Η μητέρα του είχε παγώσει μπροστά του.

«Χρήστο μου» είπε γλυκά και άνοιξε διάπλατα τα χέρια της. Ο Χρήστος πλησίασε και την έσφιξε δυνατά, κλαίγοντας πάνω στον ώμο της.

«Πονάει, μαμά» είπε μέσα σε λιγμούς «Πονάει πάρα πολύ»

«Σσς...» χάιδεψε τα μαλλιά του προσεκτικά «Το ξέρω, γλυκιέ μου, το ξέρω»

«Είναι όλα τόσο μπερδεμένα» είπε χαμηλά.

Κάποια στιγμή τα δάκρια του στέρεψαν.

«Χρήστο, θέλεις να μου μιλήσεις;»

Το αγόρι δεν αντέδρασε στην αρχή αλλά αργά τραβήχτηκε μακριά της.

«Μαμά...» άρχισε με τη φωνή του χαμηλά «Νομίζω ερωτεύτηκα» της είπε και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλια της. Τον πλησίασε και ο Χρήστος σαν να κρύφτηκε στην αγκαλιά της. Η καρδιά του έτρεχε γρήγορα και σκεφτόταν: Αύτη είναι η στιγμή, τώρα της το λες.

«Είναι στην ηλικία μου, έχει καστανά μαλλιά και μάτια αλλά έχουν τόσες πολλές όμορφες αποχρώσεις του καφέ» μουρμούρισε και πήρε μια μεγάλη ανάσα «Είμαι τόσο ερωτευμένος μαζί του»

«Ω» ακούστηκε ένας χαμηλός ήχος από τη μαμά του «Του;»

Δεν σταμάτησε να τον αγκαλιάζει. Ο Χρήστος έγνεψε το κεφάλι του καταφατικά.

«Τον λένε Γιώργο»

Η μητέρα του έγνεψε και αυτή. Έφερε τα χέρια της στους ώμους του και τον τράβηξε για πίσω. Τα μάτια τους συναντήθηκαν.

«Είμαι περήφανη για εσένα, γλυκιέ μου. Σ' αγαπάω πάρα πολύ»

Ο Χρήστος χαμογέλασε.

1+1=2 [b×b]Where stories live. Discover now