Γ.v

461 40 3
                                    

Οπότε όταν, εκείνη την ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη, χτύπησε το κουδούνι και έτρεξε να φύγει, πριν αρχίσουν τα σπρωξίματα, πάνω κάτω το περίμενε ότι θα συνέβαινε. Ήταν τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Η ζωντανή μετάδοση γινόταν απ' το προφίλ του κοριτσιού με τους περισσότερους ακόλουθους στο Instagram. Οι βρισιές ερχόταν σχεδόν πιο δυνατά απ' τα χτυπήματα.

Η κατάσταση δεν ήταν καλή. Ο Χρήστος το ήξερε επείδη επίσης ήξερε ότι όταν το αρσενικό παγόνι θέλει να εντυπωσιάσει το θηλυκό τεντώνει τα πολύχρωμα φτερά του και καθώς κάτι παρόμοιο ισχύει και με το ανθρώπινο είδος, τα αγόρια χτυπούσαν πιο δυνατά για να εντυπωσιάσουν τα κορίτσια αλλά (!!!) και τα άτομα που παρακολουθούσαν το live («Σχεδόν όλο το σχολείο βλέπει!» είπε ενθουσιασμένο ένα από τα θηλυκά).

(Ο Χρήστος, ανόητα, αναρωτήθηκε αν τον έβλεπε ο Γιώργος) (Δύο ολόκληρες εβδομάδες μετά και εσύ ακόμα, μάλωσε τον εαυτό του) .

«Γέμισε» χτύπημα «ο κόσμος πούστηδες»

Ο Χρήστος έπεσε στο βρώμικο πεζοδρόμιο και μια κλωτσιά έπεσε στην κοιλιά του.

«Αυτό θα πάθετε όλοι σας» τον άκουσε να τον φτύνει.

Ο τρίτος τον σήκωσε και τον κράτησε όρθιο. Χτύπημα στο πρόσωπο, χτύπημα στο στομάχι, γόνατο στο στομάχι. Έπεσε ξανά κάτω απ' το βήχα. Τα μάτια του θόλωσαν και κάποιος συνέχισε τις κλοτσιές στο στομάχι. Εστίασε σε μια κηλίδα αίματος στο πάτωμα.

Το πιο αστείο απ' όλα ήταν ότι ακόμα ήλπιζε ότι κάποιος απομηχανής θεός θα τον σώσει. Η Ζωή το είχε κάνει άπειρες φορές τις τελευταίες μέρες. (Ανόητα σκέφτηκε τον Γιώργο) (Ανόητος, ανόητος, ανόητος).

Ο Χρήστος ήταν μόνος του. Αυτός και ο εαυτός του. Ο γκέι ανόητος, ανόητος εαυτός του. Αν ήταν να μην τον σώσει κανείς, θα έσωζε αυτός τον εαυτό του.

Έβηξε αίμα και σταμάτησαν οι κλωτσιές. Άκουσε λόγια και γέλια. Στηρίχτηκε στα χέρια του, έτρεμαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και παραλίγο να αναγουλιάσει από τη μυρωδιά του αίματος.

Έσφιξε τα μάτια του και σηκώθηκε όρθιος.

Για να κάνει μερικά γρήγορα βήματα μακριά και να πέσει πάνω σε ένα παγκάκι. Κι άλλα γέλια.

Τους άκουσε να τον πλησιάζουν. Κάποιος τραβώντας του τα μαλλιά σήκωσε το κεφάλι του.

«Είσαι ένα βρωμερό σκουπίδι» τον έφτυσε στο πρόσωπο και χτύπησε το κεφάλι του με δύναμη στο παγκάκι. Το οποίο άρχισε να βουίζει και μαύρες κουκίδες μαύρισαν την όρασή του. Η τελευταία σκέψη που θυμάται ήταν: πάλι κλαίω.

1+1=2 [b×b]Où les histoires vivent. Découvrez maintenant