Κεφάλαιο Δέκα

108 33 47
                                    

Παραλείπω στα γρήγορα αρκετές σελίδες στις οποίες μιλάει για το πόσο πολύ διάβασμα έχει όταν πιάνω με το βλέμμα μου μία γνωστή ημερομηνία.

19 Ιουνίου 2016

Ω, Χριστέ μου.

Ω, παντοδύναμε Χριστέ μου.

Αυτή ήταν ακριβώς η μέρα που παραδέχτηκα τα πάντα. Και για αυτή τη μέρα έχει γράψει κάτι.

Δε νομίζω ότι έχω τη δύναμη να το διαβάσω. Πιθανότατα κάπου εκεί μέσα θα καταλήξει στο ότι είμαι ένα απαίσιο άτομο και ότι κατέστρεψα την ανεκτίμητης αξίας φιλία μας μέσα σε δευτερόλεπτα. Συν το ότι αν το διάβαζα, θα είχα πραγματικά το πλεονέκτημα: θα ήξερα τις σκέψεις του για όλα εκείνα ενώ αυτός όχι. Θα ήταν τρομερά άδικο.

Από την άλλη, είμαι ιδιαίτερα περίεργο άτομο.

Και απαίσιο άτομο.

Ας μην επεκταθώ.

Κάτι μου λέει ότι μόλις έκανα το μεγαλύτερο λάθος της μικρής αξιολύπητης ζωής μου. Μία παρόρμηση μέσα μου μού λέει να κοπανήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Φυσικά αναρωτιέστε γιατί, ε; Αισθάνομαι, λοιπόν, απαίσια γιατί δεν υπήρξα πιο αφοπλισμένος και ντροπιασμένος σε αυτή τη ζωή.

Αλλά καλύτερα ας εξηγηθώ πριν αρχίσει το πάρτι αυτό-λύπησης.

Σήμερα ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου. Όλοι είχαν μαζευτεί στην αυλή κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, μέσα σε ένα κλίμα απερίγραπτης χαράς που το σχολείο έκλεινε για το καλοκαίρι. Ήταν μία ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά όσον αφορά, βασικά, τα πάντα και ήμουν ανακουφισμένος που επιτέλους τελείωσε.

Οι φίλοι μας ήταν απασχολημένοι παίζοντας ποδόσφαιρο (για την ακρίβεια έτρεχαν όλοι μανιωδώς πίσω από μια μπάλα σαν εξάχρονα). Συγγνώμη. Δεν ήθελα να ακουστώ προσβλητικός αλλά τα νεύρα μου είναι τόσο τεντωμένα αυτή τη στιγμή που τα πάντα μοιάζουν να μου τη δίνουν. Τέλος πάντων, αρνήθηκα να συμμετέχω γιατί, όπως ξέρετε ήδη πολύ καλά, δεν είμαι και πολύ της γυμναστικής, ακόμα και αν η δραστηριότητα περιλαμβάνει λίγο-πολύ το να τρέχεις πίσω από μία μπάλα, οπότε κάθισα λίγο παραδίπλα κάτω από ένα δέντρο διασκεδάζοντας με τους χαρούμενους πιγκουιν-ίσιους ήχους τους.

Ένα πράγμα με ανησυχούσε όμως. Η Φλώρα ήταν άφαντη. Δεν θα μπορούσε να είχε γυρίσει σπίτι γιατί σίγουρα θα ήθελε να μας αποχαιρετήσει πριν φύγει. Και εγώ, φυσικά, θα ήθελα να την αποχαιρετήσω, γιατί σε μία βδομάδα θα έφευγε για διακοπές στο σπίτι της γιαγιάς της στη θάλασσα και δεν θα μπορούσα να την ξαναδώ παρά έναν μήνα αργότερα. Πιθανότατα θα είχε ένα σωρό δουλειές την τελευταία της βδομάδα στην πόλη οπότε αυτή ήταν μάλλον η τελευταία φορά που θα βλέπαμε ο ένας τον άλλον.

Διαβάζοντας ΕσέναDonde viven las historias. Descúbrelo ahora