Είχαν περάσει αρκετές ώρες από τότε που είχαμε φορτώσει τα πράγματα στα φορτηγά. Είμαστε σε μια πόλη. Παντού υπάρχει κόσμος. Θα έπρεπε να κοιμόμουν διότι δεν θυμάμαι καθόλου το ταξίδι που κάναμε.
<<Πού είμαστε;>> Ρωτάω
<<Δεν ξέρω πριγκίπισσα>> λέει ο Στέφαν και μου χαμογελά.
Τον κοιτάζω και βλέπω στην αγκαλιά του την Κίρα. Ζηλεύω ενώ δεν θα έπρεπε. Εχω τον Τζόναθαν. Σωστά;
<<Τι κάνουμε τώρα;>> Ρωτάει ο Τζόναθαν και κοιτάζει την Σάρα ύστερα εμένα. Ζαλίζομαι ελαφρά.
<< Θα μείνουμε στον δρόμο σήμερα και για αύριο θα βρούμε κάπου καλύτερα.>> Λέει η Σάρα. Δεν ακούγεται πολύ καλά. Πρώτη φορά την ακούω τόσο θλιμμένη.
<<Τι έπαθες;>> Ρωτάω και τα μάτια της δακρύζουν.
<<Ε-εδώ ζούσα ο-ο-οταν ήμουν μικρή κ- και εδώ σκό-τωσαν τους γονείς μου>> λέει και ξεσπάει σε κλάματα.
Δεν είμαι και τόσο καλή στο να παρηγορώ άλλους. Την κοιτάζω με τρυφερότητα. Την αγκαλιάζω σφυκτά.
<<Σσσ όλα θα πάνε καλά. Εμείς είμαστε η οικογένεια σου τώρα. Ηρέμησε γλυκιά μου. Σσσσ>> της λέω και αυτή απλά κλαίει. Δεν μιλάει για αρκετή ώρα. Δεν νομίζω να την βοήθησα στο να ξεχάσει το πρόβλημα της αλλά μόνο αυτό μπορούσα να κάνω.
Πότε δεν περίμενα να την δω σε τέτοια κατάσταση. Οι φωνές μέσα στο κεφάλι μου αρχίζουν να δυναμώνουν:
"Σε κοροϊδεύει"
"Εσύ φταις Ρέιβεν"
Προσπαθώ να τις αγνοήσω αλλά δεν φεύγουν. Μετά από λίγη ώρα ακούω την σιγανή κλαψιάρικη φωνή της Σάρας:
<<Χρειάζομαι ένα ποτό>> λέει αποφασιστικά.
<<Δεν έχουμε λεφτά>> λέω αμέσως. Ξέρω πως ακούγομαι περίεργη αλλά δεν έχουμε καθόλου λεφτά πάνω μας ή και να είχαμε πιο σημαντικό είναι να βρούμε κάπου να μείνουμε. Ευτυχώς φαγητό έχουμε ( αυτό που κλέψαμε απο το ορφανοτροφείο)
<<Ρέιβεν έχω εγώ λεφτά>> λέει η Σάρα και με κοιτάζει. Τα δακρυσμένα μάτια της καρφώνονται στα δικά μου
<<Που τα βρήκες;>> Ρωτάω με δυσπιστία. Με δουλεύει; Τόσο καιρό έχει λεφτά και δεν αναζητάει να αρχίσει κάπου μια νέα ζωή;
<<Να μην σε νοιάζει. Βάλε τα ρούχα που θα σου δώσω και φύγαμε>> λέει και με τραβάει απο το χέρι. Κάτι δεν πάει καλά.
Την ακολουθώ σιωπηλά. Παίρνει την τσάντα της και μου δίνει μια μαύρη μπλούζα και ενα γκρι σακάκι. Μια ερώτηση επαναλαμβάνεται στο μυαλό μου: Ποιός ηλίθιος πάει σε πάρτι όταν δεν έχει που να μείνει;
ESTÁS LEYENDO
ΤΈΡΑΤΑ #TBA2019
Misterio / Suspenso«Μην με αφήνετε μόνη μου..» ψιθυρίζω με την αδύναμη φωνή μου. Κλαίω με λυγμούς «Άκουσε με Ρέιβεν θα πας κάπου καλύτερα και μην ξανά κλάψεις ποτέ!»Λέει η μητέρα μου φωνάζοντας «Τα τέρατα θέλουν να με φάνε..»φωνάζω και την κοιτάζω «Είσαι άρρωστη Ρέιβε...