9ο κεφάλαιο - Λοιπόν κεκακι;

1.2K 50 14
                                    

Άρχισα να περπατώ μακρυά του

Δεν ήξερα που πήγαινα

Απλά περπατούσα ευθεία

Εκείνος δε με ακολούθησε

Γιατί να το κάνει άλλωστε;

Δε μου είναι κάτι σωστά;

Για κάποιο λόγο νιώθω ένα βάρος στο στήθος μου

Άρχισε να φυσάει και αγκάλιασα τον εαυτό μου

Τα πόδια μου με πονούσαν και ήθελα απεγνωσμένα να κάτσω κάπου

Είδα ένα παγκάκι κοντά στο τέλος του δρόμου

Πήγα και έκατσα και απλά κοιτούσα τη θέα μπροστά μου

Το πρωί δεν είναι τόσο ωραία γιατί το μόνο που βλέπεις είναι ψηλά γκρι κτήρια χωρίς ίχνος οικειότητας

Όλοι μένουμε μέσα σε τυποποιημένα κουτιά τα οποία είναι τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο και απλά τα αποκαλούμε 《σπίτια》

Τόσο μονότονα και αχαρα

Τόσο ψεύτικα κι όμως τόσο αληθινά

Σαν τους ανθρώπους τους

Ψεύτικοι αλλά αληθινοί

Σου μιλούν σε αγγίζουν και σε πληγώνουν σαν να ήσουν το παιχνίδι τους

Η πλακα τους

Κάτι για να περάσουν την ώρα τους

Έτσι είναι πια ο κόσμος μας

Έτσι είναι Όλα!

《Πόλεις γεμάτες από άδειους ανθρώπους》

Όπως έλεγε και ο μπαμπάς μου

《Αλλά άδεια θαλασσα γεμάτη ομορφιά》

"Γεια" άκουσα ξαφνικά τη φωνή του και ταρακουνηθηκα ολόκληρη από τη θέση μου

Γύρισα και τον κοίταξα

Με κοιτούσε με ένα πονεμένο και... απολογητικό υφος;

"Να κατσω;" ρώτησε και έδειξε το παγκάκι

Εγνεψα θετικά και εκατσε δίπλα μου

Κοιτούσα μπροστά χωρίς να μιλάω σε αντίθεση με εκείνο που ένιωθα το βλεμμα του να με καιει

"Παρε" είπε και γύρισα να τον κοιτάξω

Κρατούσε τη ζακέτα του προς το μέρος μου

"Θα κρυώσεις" συνέχισε και γέλασα πνιχτα κοιτώντας τον στα μάτια

"Σοβαρά Τώρα;" είπα ειρωνικά και χαμογέλασε στραβά

Σε Αγαπώ Ακόμα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora