Κεφάλαιο εικοσιπέντε

2.3K 135 13
                                    

                             Επίλογος

Το πρωί δεν αργεί να έρθει και όταν η μέρα ξημερώνει, νιώθω ήδη πιο κενή από ποτέ. Σηκώνομαι πάνω και αφού πλένω το πρόσωπο μου, αλλάζω σε ένα κολάν με ένα μακρύ φούτερ. Παίρνω την βαλίτσα στα χέρια μου και  αφού βάζω παπούτσια την σέρνω μέχρι την πόρτα. Το χέρι μου τρέμει την ώρα που αγγίζω το πόμολο και την ανοίγω. Προτού βγω έξω, γυρνάω και ρίχνω μια τελευταία ματιά στο χώρο. Θα μου λείψει αυτό το σπίτι, μα πάνω από όλα μου λείπει ο ιδιοκτήτης αυτού του διαμερίσματος. Ακόμα και αν θέλω να συνεχίσω να κατοικώ εδώ μου είναι δύσκολο χωρίς αυτόν.

Αν και δεν θέλω να φυγω, αυτή τη στιγμή είναι η καλύτερη δυνατή λύση. Τουλάχιστον μέχρι να τον ξεπεράσω ή έστω να μάθω να ζω με την απουσία του. Μα αν είναι κάτι που ξέρω πολύ καλά είναι ότι εδώ αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Πάντα κάτι θα τον θυμίζει και θα επιστρέφω πάλι στο μηδέν. Κάθε γειτονιά, δρόμος και σπίτι έχει το όνομα του στην ανάμνηση. Δεν θέλω να το κάνω αλλά πρέπει. Με βαριά καρδιά βγαίνω έξω και γλιστράω το κλειδί μέσα στην κλειδαριά, κλειδώνοντας για μια τελευταία φορά.

Μπαίνω στον ανελκυστήρα και πατάω το κουμπί του ισογείου. Με το που σταματάει ανοίγουν οι πόρτες και βγαίνω έξω εισπνέοντας τον καθαρό αέρα. Μάλλον και ο καιρός σήμερα είπε να μου κάνει παρέα. Είναι κι αυτός γκρίζος και συννεφιασμένος, μελαγχολικός σαν εμένα. Δίχως να χάσω περισσότερο χρόνο αρχίζω και περπατάω μερικά τετράγωνα πιο πέρα, προς το σπίτι των γονιών του Θωμά.

Φτάνω έξω από την πόρτα και δειλά, δειλά σηκώνω το χέρι πάνω και την χτυπάω μερικές φορές.

«Έρχομαι» ακούγεται μια γλυκιά φωνή να λέει από μέσα

Μέσα σε μερικά κλάσματα δευτερολέπτων ανοίγει και μια θλιμμένη Κυρία Καραγιαννίδου με καλωσορίζει.

«Ελευθερία; Καλώς την μου. Δεν σε περίμενα. Έλα πέρνα μέσα» λέει καθώς τραβάει την βαλίτσα μέσα στο σπίτι

Μπαίνω μέσα και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να βγάλω τα κλειδιά του διαμερίσματος από την τσέπη του μπουφάν μου. Παίζω λίγο μαζί τους και διστακτικά της τα δίνω.

«Δεν θα κάτσω για πολύ, ήρθα απλά να επιστρέψω αυτά» μονολογώ

«Ώστε φεύγεις ε;» Ρωτάει καθώς τα παίρνει και με σφικτοαγκαλιάζει

«Ναι κυρία Αντιγόνη»

Για λίγα λεπτά μένει να τα κοιτάει καθώς τα σφίγγει μέσα στην παλάμη της. Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο της αλλά γρήγορα του σκουπίζει για να μην το δω. Στη έκφραση του προσώπου της ξεχωρίζει η θλίψη και ο πόνος, και τα μαύρα ρούχα της μαρτυρούν το πένθος της καρδιάς της.

Μισώ να σε αγαπώNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ