Κεφάλαιο εικοσιδύο

1.7K 135 3
                                    

Μένω να διαβάζω την παράγραφο ξανά και ξανά μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν είχα διαβάσει τίποτα λάθος. Αλλά όσες φορές και αν το διαβάσω καμία από τις λέξεις δεν αλλάζει. Ήταν αλήθεια. Τέσσερα χρόνια τώρα ήμασταν αυτοκόλλητοι και δεν καταλάβαινα πως τα αισθήματα του για εμένα ήταν παραπάνω από φιλικά.

Χιλιάδες αναμνήσεις αρχίζουν και περνάνε από το μυαλό μου. Όλες οι στιγμές που είχαμε ζήσει αναπαράγονται σαν ταινία. Κάθε αγκαλιά και άγγιγμα που θεωρούσα αδερφικό τώρα μοιάζει ερωτικό. Πως γίνεται όμως να είμαι τόσο τυφλή; Να έχω δίπλα μου έναν σαν αυτόν και να μην καταλαβαίνω στιγμή τα όσα ήθελε να μου πει. Τότε το μυαλό μου σταματάει σε μια συγκεκριμένη ανάμνηση. Στην ημέρα που είχα πρωτοέρθει εδώ και καθόμουν στο πάγκο της κουζίνας και είχε αναστατωθεί.

«Θα σου ακουστεί παράξενο αλλά με νευρίασε το πόσο κοντά ήσασταν με τον Αλέξη νωρίτερα»

«Και γιατί αυτό παρακαλώ;»

«Απλά είσαι η μικρή μου κολλητή κι αυτός είναι αυτός που είναι. Ένας κάφρος, μισογύνης, ψυχρός. Φοβάμαι πως κοντά του ίσως σε πει κάτι που σε πληγώσει. Μετά θα θέλω να τον χτυπήσω»

Και σαν θυμήθηκα την συζήτηση τότε κατάλαβα τι γινόταν. Δεν φοβόταν μην με πληγώσει, δεν τον κρατούσε μακριά μου για να προστατέψει τα αισθήματα και τις ευαισθησίες μου. Είχε ζηλέψει. Αφήνω το τετράδιο κάτω και χώνω το πρόσωπο μου, αγανακτισμένη ανάμεσα στις παλάμες μου. Νιώθω μια πίκρα οσο σκέφτομαι όλα όσα έχουμε ζήσει. Ίσως αν το ήξερα νωρίτερα όλα τώρα να ήταν διαφορετικά. Βέβαια αν είχα διαλέξει αυτόν για σύντροφο μου τώρα ο πόνος θα ήταν απερίγραπτος.

Για μερικά λεπτά μένω ακίνητη να κοιτάζω τα έπιπλα γύρω μου. Όλα μου φαίνονται τόσο μονότονα και αδιάφορα. Τόσο κενά όσο και τα αισθήματα μου. Ξαφνικά ένας ήχος διακόπτει τις σκέψεις μου. Σηκώνω το βλέμμα μου και ξανά ακούγεται, τότε συνειδητοποιώ πως είναι το κουδούνι της πόρτας. Με μια κίνηση σηκώνομαι πάνω και περπατάω προς τα εκεί. Την ώρα που ανοίγω, πριν καν προλάβω να χαιρετήσω, μπαίνει ο Χρήστος μέσα φουριόζος και πετάει τα κλειδιά του στον τοίχο.

«Ο ηλίθιος!» Φωνάζει όσο εγώ κλείνω ήρεμα την πόρτα

«Τι έγινε; Τι έπαθες και είσαι έτσι;» Ρωτάω καθώς κάθομαι στην πολυθρόνα

«Έχω νεύρα! Πολλά! Πάρα πολλά!»

«Το βλέπω, έλα κάτσε» του προτείνω και απλά με αγριοκοιτάζει

Μισώ να σε αγαπώTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang