Κεφάλαιο δέκα

2K 140 8
                                    

Σηκώνομαι σιγά σιγά ώστε να είμαστε στο ίδιο ύψος ενώ αυτός καρφώνει με το βλέμμα του τον Αλέξη, όπως κι αυτός εκείνον. Η καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή όταν οι ώμοι μας απαλά ακουμπούν. Ο Χρήστος να ξεπροβάλει από πίσω του κι να πλησιάζει το τραπέζι μας, απλώνοντας το χέρι του.

«Αλέξη, καιρό έχω να σε δω με την ελευθερία, πως είσαι;» Τον ρωτάει κι εκείνος του σφίγγει το χέρι

«Μια χαρά Χρήστο, εσυ;»

«Καλά κι εγώ, πως και από εδώ εσείς;»

«Είπα να βγάλω την μικρή έξω» λέει με ένα μειδίαμα

«Ραντεβού;» Ρωτάει, κάνοντας με να πνίγω με το σάλιο μου

«Ίσως»

«Αν είναι ίσως , τότε δεν θα σας πειράξει να κάτσουμε μαζί σας» διακόπτει ο Άρης κι κάθεται σε ένα από τα καναπεδάκια

«Εμένα με πειράζει αλλά δεν νομίζω να σε νοιάζει κιόλας. Αλέξης» λέει κι απλώνει το χέρι του

«Άρης, φίλος κι συμμαθητής της κοπελιάς» απαντάει αυτός κι κάνουν μια γρήγορη χειραψία

«Έχει κι όνομα η κοπελιά» γρυλίζει

«Το ξέρω, αλλά προτιμώ να την φωνάζω με υποκοριστικά την σκουντούφλα» γελάει ο Άρης ενώ κάθομαι δίπλα του

«Μάλιστα» απαντάει αυτός κοφτά κι επιστρέφει το βλέμμα του στον κατάλογο

Ο Χρήστος αρπάζει μια καρέκλα από το διπλανό τραπέζι, κι την σέρνει, τοποθετώντας την αντικριστά από εμένα. Μια αμήχανη σιωπή να μας περιβάλει ενώ ελέγχουμε το μενού να δούμε τι θα πάρουμε. Στο τέλος παραγγέλνω βάφλες με πραλίνα φουντουκιού και σοκολάτα, κι ο Άρης το ίδιο με την διαφορά ότι πρόσθετει κι τριμμένο μπισκότο ενώ ο Χρήστος με τον Αλέξη παραγγέλνουν από ένα σκέτο καφέ.

Μέχρι να έρθει η παραγγελία μας, τεντώνω προς τα πίσω τα χέρια μου κι κάθομαι λίγο πιο μακριά από τον Άρη. Αυτός σαν να βλέπει τι κάνω, αφήνει το μπουφάν του την άκρη κι πλησιάζει, απλώνοντας το δεξί του χέρι πίσω άπο τους ώμους κι την πλάτη μου. Για λίγα δευτερόλεπτα παγώνω στο σημείο που βρίσκομαι, και ανακάθομαι, γυρνώντας να τον κοιτάξω. Αυτός αδιάφορα μου ρίχνει μια ματιά και πίνει μια γουλιά από το νερό του, σαν να μην τρέχει τίποτα.

«Και δεν μου λες Άρη, είστε πολλά χρόνια φίλοι;» Ρωτάει ο Αλέξης, ενώ τραβάει από την τσέπη του να ανάψει ένα τσιγάρο

«Αρκετό καιρό»

«Πόσο δηλαδή;»

«Χρόνια» ψεύδεται

Μισώ να σε αγαπώDonde viven las historias. Descúbrelo ahora