Κεφάλαιο δεκαεννιά

1.7K 123 6
                                    

Το ταξί σταματάει ακριβώς έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας, με μια κίνηση βγάζω μερικά χρήματα και τα δίνω στον οδηγό πριν βγω. Τα πόδια μου τρέμουν καθώς περπατάω τα σκαλιά για το διαμέρισμα, νιώθω την καρδιά μου να σφίγγεται την ώρα που ξεκλειδώνω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Κρύο, αυτό μόνο αισθάνομαι, βλέποντας το διαμέρισμα άδειο. Νιώθω λες και αν περπατήσω προς το δωμάτιο, θα τον βρώ να ξαπλώνει στο κρεβάτι αμέριμνος διαβάζοντας κάποιο αστυνομικό βιβλίο, από εκείνα που του αρέσουν. Και όλα όσα έγιναν δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά μόνο ένας εφιάλτης.

Ωστόσο όταν εισέρχομαι στο χώρο η πραγματικότητα με χτυπάει σαν κεραυνός. Τα σεντόνια είναι ακόμα ξέστρωτα από το ανήσυχο ύπνο που έκανε το προηγούμενο βράδι. Τα πράγματα του είναι ανέγγιχτα καθώς και η πιτζάμα του είναι πεταμένη στα πλακάκια, πιθανόν από την βιασύνη του να ετοιμαστεί. Σηκώνω την μπλούζα από το πάτωμα και την φέρνω στο πρόσωπο μου εισπνέοντας το γλυκό άρωμα του. Όσο το κάνω μονάχα μια σκέψη με τυραννάει. Πως όσα βλέπω και αγγίζω είναι ότι έχει απομείνει από εκείνον. Δεν είναι εφιάλτης αλλά μια σκληρή πραγματικότητα με την οποία θα πρέπει να ζήσω.

Ξαφνικά διακρίνω κάτι φύλλα να ξεπροβάλλουν κάτω από το στρώμα. Με μια κίνηση τα τραβάω, και βγάζοντας το συνειδητοποιώ πως είναι εκείνο το τετράδιο που μανιωδώς στις αρχές ήθελε να μου κρύψει. Κοντοστέκομαι λίγο καθώς το ξεφυλλίζω και σκέφτομαι για το πρέπει να δω τι λέει ή όχι. Πριν καν προλάβω όμως να διαβάσω έστω κι μια γραμμή, το κουδούνι χτυπάει. Με βλέμμα μπερδεμένο στο πρόσωπο μου κατευθύνομαι στο σαλόνι κι αμέσως μετά στην είσοδο.

Ανοίγω την πόρτα και τότε βλέπω το τελευταίο άτομο που θα ήθελα να έχω μπροστά μου. Δίχως καν να πάρει την άδεια μου, μπαίνει μέσα και κλείνει την πόρτα πίσω του με δύναμη. Στα μάτια του δεν υπάρχει κανένα σημάδι αισθήματος, ούτε πόνος, ούτε θλίψη, ούτε κάτι που να αποδεικνύει πως κάτι μέσα του γκρεμίστηκε. Είναι κενά. Κενά και άψυχα. Ακριβώς έτσι όπως και εγώ αισθάνομαι. Ένα έντονο βάρος και ένα απέραντο κενό που αμφιβάλλω ποτέ αν θα γεμίσει.

«Πρέπει να μιλήσουμε» λέει και το μόνο που θέλω είναι να χαθεί από μπροστά μου

«Δεν έχουμε κάτι να πούμε Αλέξη. Ότι ήταν να πούμε το είπαμε ήδη και για ότι ήθελα να πούμε, απάντησαν οι πράξεις σου για σένα.» Λέω ενώ προσπαθώ να τον διώξω

«Όχι δεν κατάλαβες, δεν σου ζητάω να μιλήσουμε. Το απαιτώ. Μου ρίχνεις ευθύνες και ψύχρα προτού καν με αφήσεις να σου εξηγήσω. Όλοι έχουμε δικαίωμα στην απολογία και στις εξηγήσεις. Μην με διώχνεις έτσι απλά από το πλευρό σου. Ειδικά τώρα που θα χρειαστείς κάποιον δίπλα σου»

Μισώ να σε αγαπώDonde viven las historias. Descúbrelo ahora