Κεφάλαιο 1

48 1 0
                                    

"Έλα ρε Στέφανη μην κάνεις σαν μικρό παιδί. Είναι η τελευταία μας χρονιά και πίστεψεμε και η καλήτερη."και με τραβάει απο το χέρι βάζωντας με  στο μικρό και άδειο κομμοτήριο της γειτονιάς μας.

"Δεν τα βάφω τα μαλλιά μου. Στο έχω πει ένα εκατομμήριο φορές. Πολλές θα θέλατε να έχετε αυτό το χρώμα για φυσικό όμως αγάπη μου δεν γεννηθήκαμε όλες έτσι."και άρχισα να κουνάω με τα χέρια μου τα κατάξανθα μαλλιά με με φυσικές μελισσές ανταύγιες.

Έβαψα και εχώ τα νύχια μου για την μεγάλη μέρα μέχρι να τελειώσει η Αυγή.

Δεν έχω ιδέα πόσες ώρες είμασταν εκεί μέσα αφού οταν είχαμε βγεί είχε νυχτώσει.

Έπρεπε να επιστρέψω σπίτι αφού για πρώτη φορά οι γονείς μου ήθελαν να επιστρέψω γρήγορα σπίτι για την πρώτη μέρα στο σχολείο.

Βαρίουμουν τόσο πολύ να πάω σπίτι. Όμως ευτυχώς ένας χρόνος μου έχει μείνει και έφυγα για τα ξένα. Μακριά απο όλους και απο όλα.

Μετά απο δέκα λεπτά έφτασα επιτέλους σπίτι και αντίκρησα το διπλανό σπίτι να έχει φώτα.

"Μπαμπά πότε αγοράστηκε το σπίτι των  Γεωργίου; ρώτησα γεμάτο απορία αφού ήταν τρία χρόνια ακατήκητο.

"Ενοικιάστηκε αγάπη μου. Ήρθε σήμερα οι οικογένεια."και συνέχισε να διαβάσει την εφημερίδα που διάβαζε.

Πήγα γρήγορα στο δωμάτιο για να δώ τους νέους μου γείτονες.

Όλοι θέλουν να φύγουν απο εδώ και να πάνε στις μεγάλες πόλεις και αυτοί έρχοντε εδώ; Πολύ περίεργο.

Κάθομε με γρήγορο ρυθμό στο μικρό μπαλκόνι μου και προσπαθώ να δω τους νέους μου γείτονες.

Όσους περισσότερους ξέρω τόσο πιο δημοφιλής θα είμαι. 

Δεν χρειάζομαι κάποιον στον ζωή μου.

Έχω τους φίλους μου εγώ και την οικογένεια μου.

Και φυσικά τα λεφτά του μπαμπά.

Είμαι ευτυχισμένη με αυτά που έχω και δεν χρειάζομε περισσότερα.

Οι σκέψεις με έχουν αποπάρει και ξαφνικά βλέπω στο ακριβώς απέναντι δωμάτιο να ανάβουν τα φώτα.

Προσπαθώ να καταλάβω εάν είναι γυναίκα ή άντρας όμως δεν μπορώ.

Σηκώνομαι αργά από την καρέκλα και ακουμπώ τους αγκώνες μου στα κάγκελα και τοποθετώ τα χέρια μου στο πρόσωπο μου προσπαθώντας να καταλάβω.

Ένα αγόρι,χωρίς φανέλα. Αμάν

Αλήθεια πρέπει να είναι γυμνασμένος σουρουφρώνοντας τα μάτια μου για να τον προσέξω καλήτερα.

Προχωράει προς το μπαλκόνι του. Όχι.

Δεν πρέπει να με δει να τον κοιτάζω.

Θα νομίζει πως είμαι καμιά στεριμένη ή καμιά κουτσομπόλα.

Όχι πως δεν είμαι αλλά δεν χρειάζετε να το μάθει απο την πρώτη μέρα.

Κάνω ένα βήμα προς στα πίσω,συνεχίζοντας να τον κοιτάζω.

Προσπαθώ να δω το πρόσωπο του περισσότερες λεπτομέρειες όμως γαμώτο μου δεν ανοίγει το φώς στο μπαλκόνι του.

Και ναι ακούστηκαν οι προσευχές μου. Άνοιξε το φως.

Θέε μου το μωρό είναι αυτό;

Και χωρίς να το καταλάβω σήκωσε το χέρι του και με χερέτησε.

Εγώ έμεινα άγαλμα.

Δεν ξέρω τι να κάνω.

Πρώτη φορά μου συμβαίνει να κομπλάρω εγώ.

Δεν γίνετε αυτό.

Ένιωθα μέσα μου ανυπόφορη ζέστη και απόψε ήταν απο τις λίγες βραδιές που ο αέρας ήταν κρύος.

Σήκωσα ασυναίσθητα το χέρι μου και τον χερέτισα πίσω δίνοντας του ένα μικρό χαμόγελο και άρχισα να κάνω βήματα προς τα πίσω αφήνοντας τον εκεί στο μπαλκόνι μόνο του.

Τι είναι αυτό που έπαθα τώρα;

Ξάπλωσα στο διπλό κρεβάτι μου και προσπάθησα να βγάλω απο το κεφάλι μου το όμορφο αγόρι.

Κράταμε σφιχτά και μην με αφήσεις!Where stories live. Discover now